3,274,216
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνίημι''': ης (ἐν Ἰλ. Ε. 880, ἀνιεῖς ὡς εἰ ἐκ τύπου ἀνιέω), ησι: παρατ. ἀνίην, β΄ καὶ γ΄ ἑν. εις, ει, Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἰων. γ΄ ἑν. ἀνίεσκε Ἡσ. Θ. 157· [[ὡσαύτως]] ἠνίει Ἱππ. 1222· α΄ ἑν. ἀνίειν Λουκ. Κατάπλ. 4, ἴδε Βουττμ. Διεξ. Γραμμ. §108: μέλλ. ἀνήσω: πρκμ. ἀνεῖκα: ἀόρ. α΄ ἀνῆκα: Ἰων. ἀνέηκα: - Ὁ Ὅμ. ἔχει [[ὡσαύτως]] γ΄ ἑν. μέλλ. ἀνέσει Ὀδ. Σ. 265, γ΄ πληθ. ἀορ. ἄνεσαν Ἰλ. Φ. 537, εὐκτ. [[ἀνέσαιμι]] Ξ. 209, μετοχ. ἀνέσαντες Ν. 657 ([[ἐνίοτε]] ἀναφέρονται [[ταῦτα]] εἰς ῥῆμ. ἀνέζω): - ἀορ. β΄ πληθ. γ΄ ἀνεῖσαν Θουκ. 5. 32, προστ. ἄνες Αἰσχύλ. Χο. 489, Εὐρ., ὑποτακ. ἀνῇς Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, Ἐπ. γ΄ ἑν. ὑποτακ. [[ἀνήῃ]] Ἰλ. Β. 34· εὐκτ. ἀνείῃ, ἀπαρ. ἀνεῖναι, μετοχ. ἀνέντες: - Παθ., ἀνίεμαι, πρκμ. ἀνεῖμαι Ἡρόδ. 2. 65, Αἰσχύλ. Θ. 413, γ΄ πληθ. πρκμ. [[ἀνέωνται]] (ὡς τὸ [[ἀφέωνται]] ἐκ τοῦ [[ἀφίημι]] ἐκ διορθώσεως τοῦ Steph. ἐν Ἡροδ. 2. 165 ἀντὶ ἀνέονται), ἀπαρ. ἀνεῶσθαι (sic) Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 153, ἴδε Δινδόρφ. de Dial. Herodot σ. XXXVII: ἀόρ. μετοχ. ἀνεθεὶς Πλάτ. Πολ. 410Ε: μέλλ. ἀνεθήσομαι Θουκ. 8. 63. [ἀνῐ - Ἐπ., ἀνῑ Ἀττ.: ἀλλ’ οὐχ ἧττον καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει ἀνῑει, ἀνῑέμενος, εὑρίσκομεν δὲ καὶ ἀνῐησιν παρὰ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 2]. Ἀναπέμπω, Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν Ὀδ. Δ. 568· περὶ τῆς Χαρύβδ. τρὶς μὲν γάρ τ’ ἀνίησιν..., τρὶς δ’ ἀναροιβδεῖ, Μ. 105· ἀφρὸν ἀν., [[ἀνάγω]], ἐξεμῶ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183· σταγόνας [αἵματος] ἀν. Σοφ. Ο. Τ. 1277· περὶ τῆς γῆς, οὐ πρὶν γῆς καρπὸν ἀνήσειν, ὅτι δὲν θὰ κάμῃ ν’ ἀναφυῇ [[καρπὸς]] γῆς, πρὶν κτλ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 333· [[ἀναπέμπω]], γεννῶ, ἀνῆκε [[γαῖα]]... δρακονθόμιλον δυσμενῆ ξυνοικίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 266· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν θεῶν, [[εὔχομαι]] θεοὺς μήτ’ ἄροτον αὐτοῖς γῆς ἀνιέναι τινά, [[εὔχομαι]] δὲ οἱ θεοὶ νὰ μὴ πέμψωσιν εἰς αὐτοὺς [[μήτε]] καρπὸν γῆς, Σοφ. Ο. Τ. 270, Πλάτ., κτλ., ἐπὶ τοῦ γάμου, ὧ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ’ ἡμᾶς, καὶ φυτεύσαντες [[πάλιν]] ἀνεῖτε ταὐτοῦ [[σπέρμα]] Σοφ. Ο. Τ. 1405· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., σπαρτῶν δ’ ἀπ’ ἀνδρῶν... ῥίζωμ’ ἀνεῖται Αἰσχύλ. Θ. 413· ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, συὸς μέγιστον χρῆμ’... ἀνῆκε... θεὰ Σοφ. Ἀποσπ. 357· κρήνην Εὐρ. Βάκχ. 766· πῦρ καὶ φλόγα Θουκ. 2. 77· πνεῦμ’ ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων Εὐρ. Ὀρ. 277, πρβλ. [[ἀνετέον]]: - [[ἀναπέμπω]], [[στέλλω]] [[ἐπάνω]] ἐκ τοῦ τάφου ἢ ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 650, Σοφ. Ἀντ. 1101, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1462, Πλάτ., κτλ.: - Παθ., ἐκ γῆς [[κάτωθεν]] ἀνίεται ὁ [[πλοῦτος]] Πλάτ. Κρατ. 403Α· ἐπὶ καρπῶν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 1, 5. 2) [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἀνέλθῃ ἢ νὰ πλησιάσῃ, οἱ δὲ ἀπὸ Φυλῆς ἔτι μὲν ἐπεχείρησαν μὴ ἀνιέναι αὐτούς, νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτοὺς νὰ ἀνέλθωσι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 11· οὐκ ἀνίεσαν εἰς τὸ [[πεδίον]] αὐτοὺς [[αὐτόθι]] 7. 2, 12. ΙΙ. [[ἀναπέμπω]] ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, εἴ κέν μ’ ἀνέσει [[θεός]], ἐάν με πέμψῃ ὁ Θεὸς [[ὀπίσω]] εἰς τὴν πατρίδα μου ἐκ τῆς ξένης γῆς, Ὀδ. Σ. 265 ([[ἔνθα]] οἱ Σχολιασταὶ ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὴν ἑπομένην σημασίαν ΙΙΙ.)· ἐς δίφρον δ’ ἀνέσαντες, «ἀναθέντες, ἀναβιβάσαντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 657· πύλας ἄνεσαν, «ἀνέστειλαν, ἀνέῳξαν» (Σχόλ.), Φ. 537· κλῇδές τ’ ἀνῆκαν θύρετρ’, [[ἄνευ]] θνητῆς χειρός, ἀφῆκαν ν’ ἀνοιχθῶσι τὰ [[θύρετρα]], Εὐρ. Βάκχ. 448· σήμαντρ’ ἀνείς, ἀνοίξας τὰς σφραγῖδας, ὁ αὐτ. Ι. Α. 325: - Παθ., πύλαι ἀνειμέναι Διον. Ἁλ. 10. 14· πρβλ. [[ἀνακλίνω]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐῶ, [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, [[καταλείπω]], ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]] κοινοτάτη [[σημασία]], ἐμὲ δὲ γλυκὺς [[ὕπνος]] ἀνῆκεν, ὅ ἐ. μὲ ἐγκατέλιπε, μὲ ἀφῆκεν, Ἰλ. Β. 71, Ὀδ., κτλ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 310D· σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν. πράγμ. δεσμῶν ἀνίει, ἔλυσεν αὐτοὺς τῶν δεσμῶν, Ὀδ. Θ. 359· [[οὕτως]], ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης ἄνες, ἄφες αὐτὴν ἐλευθέραν, ἐλευθέρωσον, Σοφ. Ἀντ. 1101· ἀφίνω τινὰ ἀτιμώρητον, εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51, πρβλ. Λυσ. 138. 40· ἐπὶ ψυχικῆς διαθέσεως, ἐμὲ δ’ οὐδ’ ὣς θυμὸν ἀνίει... [[ὀδύνη]], «εἴα, κατελίμπανεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 24· [[οὕτως]], ὥς μιν ὅ τε [[οἶνος]] ἀνῆκε, ὅτε ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ [[οἶνος]], δηλ. ὅτε ἀνένηψεν ἐκ τῆς μέθης, Ἡρόδ. 1. 213, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 229, κτλ., δεξιόν τ’ ἀνεὶς σειραῖον ἵππον, ἀφίνω τὸν δεξιὸν ἵππον νὰ τρέχῃ (χαλαρώνων τὰς ἡνίας τοῦ δεξιοῦ ἵππου), [[αὐτόθι]] 721· εἰς [[τάχος]] ἀνιέναι τοὺς ἵππους, νὰ ἀνέλθωσι τρέχοντες, Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 2· τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀνεὶς ὁ Περικλῆς ἐπολιτεύετο [[πρός]] [[χάριν]], χαλαρώσας τὸν χαλινόν, Πλουτ. Περικλ. 11. 2) ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, λύω, ἀφίνω ἐλεύθερον νὰ δράμῃ πρὸς τὰ ἴχνη τῆς θήρας, μὴ ἀνιέναι εὐθὺς [τὰς σκύλακας], Λατ. canes immitteres, Ξεν. Κυν. 7. 7· ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες (πρβλ. [[ἐπανίημι]]), Ἰλ. Ε.761, πρβλ. 880· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν [[αὐτόθι]] 882: - ἀκολούθως ἐν γένει, [[διεγείρω]] τινὰ, [[παροτρύνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., Μοῦσ’ ἄρ’ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι Ὀδ. Θ. 73, πρβλ. Ρ. 425, Ἰλ. Β. 276, Ε. 422, Ξ. 209: - [[συχνάκις]] μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, «[[ἀναπείθω]]» (Σχολ.) [[ἐρεθίζω]] πρὸς τι, ὡς, [[οὐδέ]] κε Τηλέμαχον... ὧδ’ ἀνιείης, «κυνηγετικὴ ἡ [[λέξις]], ὅτε τις κύνα τοῦ δεσμοῦ ἀνεὶς ἀφήσῃ κατὰ θηρός» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 185· [[μέγας]] δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν, «ἀνέπεισεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 25· τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα [[δῖον]] ἀνῆκεν, παρώτρυνε τὸν Θρασυμήδη εἰς βοήθειαν αὐτῶν, Ρ. 705: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[ἅπας]] ... [[κίνδυνος]] ἀνεῖται σοφίας Ἀριστοφ. Νεφ. 955. 3) ἀν. τινὰ [[πρός]] τι, ἀφίνω ἐλεύθερον [[πρός]] τινα σκοπόν, τὸν λεὼν ... ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας Ἡροδ. 2. 129· ἐς παιγνίην ἑωυτὸν ἀν. [[αὐτόθι]] 173· εἰς τύχην ἀνεὶς Εὐρ. Ἀποσπ. 964 (διαφ. γραφὴ ἀφείς)· τὸ [[σῶμα]] ἐπὶ ῥᾳδιουργίαν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75· ἀν. τινὰ μανίας, ἀπελευθερῶ ἐκ τῆς μανίας, Εὐρ. Ὀρ. 227· περὶ γυναικός, ἐὰν δ’ ἀνῇς, ὕβριστόν ἐστι [[χρῆμα]] κἀκόλαστον, ἐὰν ἀφήσῃς αὐτὴν νὰ κάμνῃ ὅ,τι ἂν θέλῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 2. 4) ἀφίνω, [[ἐπιτρέπω]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀνεῖναι αὐτοὺς ὅ τι βούλονται ποιεῖν Πλάτ. 179Α· ἀν. τρίχας αὔξεσθαι Ἡρόδ. 2. 36., 4. 175· ἢ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ἀν. πενθήρη κόμαν, ἀφίνω αὐτὴν νὰ κρέμαται λυτή, Εὐρ. Φοίν. 323· ἀν. στολίδα [[αὐτόθι]] 1491· κόμαν Πλουτ. Λύσανδρ. 1: ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν, ἐπιτρέψας εἰς αὐτὸν νὰ κυνηγῇ, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 3. 5) Μέσ., ἀνοίγω, γυμνώνω, μετ’ αἰτ., κόλπον ἀνιεμένη, «γυμνοῦσα τὸν κόλπον, λέγει δὲ τὸ κατὰ τὸ [[στῆθος]] [[μέρος]]» (Σχολ.) Ἰλ. Χ. 80· αἶγας ἀνιεμένους, ἐκδέροντας, Ὀδ. Β. 300· [[οὕτως]], ἀνεῖτο λαγόνας Εὐρ. Ἠλ. 826. 6) ἐπὶ χώρου ἀφιερουμένου εἰς θεόν τινα, ἀφίνω αὐτὸν ἐλεύθερον, δὲν καλλιεργῶ αὐτόν, [[τέμενος]] ἀνῆκεν ἅπαν Θουκ. 4. 116· ἀργὸν [[παντάπασι]] τὸ [[χωρίον]] ἀνιέντες τῷ θεῷ Πλουτ. Πόπλ. 8· ἢ ἐν γένει, τὴν χώραν ἀν. μηλόβοτον Ἰσοκρ. 302C· ἀρούρας ἀσπόρους ἀν. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 11, 9: ― ἀλλ’ αὕτη ἡ [[σημασία]] ὑπάρχει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἀφιερῶ ἐμαυτόν, [[παραδίδω]] ἐμαυτὸν εἰς, ἐς τὸ ἐλεύθερον Ἡρόδ. 7. 103· ἰδίως ἐπὶ ζῲων ἀφιερωμένων εἰς θεόν τινα, τὰ ὁποῖα καὶ ἀφίνονται ἐλεύθερα καὶ ἀνενόχλητα (πρβλ. ἀνετός), ἀνεῖται τὰ θηρία Βαλκν. Ἡρόδ. 2. 65· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[γίνομαι]] [[ἀφιέρωμα]] ἢ [[θῦμα]] εἰς θεόν τινα, νῦν δ’ [[οὗτος]] ἀνεῖται στυγερῷ δαίμονι Σοφ. Αἴ. 1214· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπων, κτλ., δένδρεα ἀν. θεοῖσι Καλλ. εἰς Δήμ. 47· [[ἄλσος]] ἀνειμένον, καθιερωμένον, [[ἱερόν]], Πλάτ. Νόμ. 761C· [[ἐντεῦθεν]], μεταφ., ἀνειμένος εἴς τι, ἀφωσιωμένος εἴς τι, [[ὅλως]] δεδομένος εἰς αὐτό, π.χ. ἐς τὸν πόλεμον Ἡρόδ. 2. 167· [[ἀνέωνται]] ἐς τὸ μάχιμον (ἴδε ἐν ἀρχῇ) [[εἶναι]] ἀφωσιωμένοι καθ’ ὁλοκληρίαν εἰς τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. 2. 165· ἐς τὸ [[κέρδος]] λῆμ’ ἀνειμένον, παραδεδομένον εἰς ..., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 3: ― [[ἐντεῦθεν]] μετοχ. παθ. πρκμ. ἀνειμένος· ὡς ἐπίθ., [[ἐλεύθερος]] νὰ πράττῃ ὅ,τι καὶ ἂν θέλῃ καὶ νὰ μεταβαίνῃ [[ὅπου]] καὶ ἂν θέλῃ, ἐκ δὲ τοῦδε χρὴ γυναῖκας [[εἶναι]] τάςδε μηδ’ ἀνειμένας Σοφ. Ἀντ. 579, Ἠλ. 516· ἀν. τι [[χρῆμα]] πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον Εὐρ. Ἀνδρ. 728· πέπλοι ἀνειμένοι, οὐχὶ στενοί, ἀλλὰ κρεμάμενοι ἀνέτως, [[αὐτόθι]] 598· τὸ ἀνειμένον εἰς ἢ [[πρός]] τι, ἡ [[ἀχαλίνωτος]] [[ἐπιρρέπεια]] ἢ [[κλίσις]] εἴς τι, Πλουτ. Νουμ. 16, Λυκοῦργ. 10· ἀνειμένος [[γέλως]], [[ἀχαλίνωτος]] [[γέλως]], Οὐϋττεμβ. Κριτ. Ἐπιστ. 159. 5· πρβλ. [[ἀνειμένως]]. 7) ὡς τὸ Λατ. remitere, χαλαρῶ, ἀντιθέτως τῷ [[ἐπιτείνω]] ἢ [[ἐντείνω]], ἐπὶ τόξου ἢ ἐγχόρδου ὀργάνου, χαλαρῶ ἢ ἀφαιρῶ τὴν χορδήν, ὡς Ἡρόδ. 3. 22, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 442Α, Ξεν. Ἀπομ. 3. 10, 7, κτλ.· μεταφ., ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ’ ἀν. Ἀριστοφ. Σφ. 574, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 4: ― Ἐντεῦθεν: β) ὀκνῶ, ἀμελῶ, [[ἐγκαταλείπω]], Λατ. praetermittere, omittere, οὐδ’ ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμοὺς Σοφ. Ο. Κ. 1608· φυλακὰς ἀνῆκα Εὐρ. Ἱκ. 1042· φυλακήν, ἄσκησιν κτλ., Θουκ. 4. 27, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70, κτλ.· ὦ φίλος, φίλος, ἄνες θάνατόν μοι, χάρισαί μοι τὴν ζωήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 532· ἔχθρας, κολάσεις τισὶ Πλούτ. 2. 536Α· ἀν. τὰ [[χρέα]], τὰς καταδίκας Πλούτ. Σόλων 15, Δίων Κ. 64. 8, πρβλ. 72. 2· ἄνες λόγον (κατὰ διόρθ. Ἑρμάνν. ἄνες μόνον) ὁμίλει ἡσυχώτερον, Εὐρ. Ἑλ. 442· οὕτω, τὴν μὲν τοῦ Μήδου ἔχθραν ἀνιέντας Θουκ. 3. 10· ἀν. [[ἀρχήν]], πόλεμον, κτλ., ὁ αὐτ. 1. 76., 7. 18, κτλ.: ― Παθ. παραμελοῦμαι, ὁρᾶν ὅτῳ τρόπῳ μὴ ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Θουκ. 8. 63· ὁ [[νόμος]] ἀνεῖται, παραμελεῖται, ἔχει καταντήσει [[ἀνίσχυρος]], Εὐρ. Ὀρ. 941· τοῖς γηράσκουσιν ἀνίεται ἡ [[συντονία]], χαλαροῦται καταπίπτει, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 7, 16, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 410Ε: ― [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. πρκμ. ἀνειμένος, ὡς ἐπίθ., ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης, ἐν τῇ χαλαρᾷ καταστάσει τῆς γνώμης αὐτῶν, Θουκ. 5. 9· ἀνειμένη μοῦσα, χαλαρά, [[ἤρεμος]], ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἔντονον, Πρατῖνος 8· ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ, εὐμαρεῖ τῷ βίῳ, περὶ τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 1, 6· [[δίαιτα]] [[λίαν]] ἀν., περὶ τῶν Ἐφόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 24· ἀν. ἡδοναί, ἀκόλαστοι, Πλάτ. Πολ. 573Α· ἀν. καὶ [[λίαν]] ἀν. [[αὐτόθι]] 549D· ἀν. χείλεα, στεγνά, Θεόκρ. 22. 63: ― Συγκρ. ἀνειμενώτερος Ἰαμβλίχ. [[βίος]] Πυθ. 54: ― [[ἀλλά]], 8) ἡ [[ἔννοια]] τῆς χαλαρώσεως ἀπαντᾷ [[ἐπίσης]] ἐν ἀμεταβάτῳ χρήσει τοῦ ἐνεργ., [[κοπάζω]], [[καταπίπτω]], ἐπὶ ἀνέμου, [[ἐπειδὰν]] πνεῦμ’ ἀνῇ Σοφ. Φ. 639, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 113., 4. 152· ἕως ἀνῇ τὸ [[πῆμα]] τοῦτο τῆς νόσου, ἕως νὰ περάσῃ τὸ βάσανον τοῦτο τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 764, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 94· ἡ [[θήλεα]] ἅπτεται τῆς δειρῆς, καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει, τὸν πιάνει ἀπὸ τὸν λαιμὸν (τὸν ἄρρενα) καὶ προσκολληθεῖσα δὲν «ξεκολλᾷ», ἐπὶ ἐχίδνης, ὁ αὐτ. 3. 109· ― σημασ. διαφ. φράσεων, οὐδὲν ἀνιέναι, [[οὐδόλως]] ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 22· αἱ τιμαὶ ἀνείκασιν, ἔχουσι καταπέσῃ, Δημ. 1290. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 13· [τὰ σιδήρια] ἀνίησι γὰρ ἐν τοῖς μαλακοῖς, χάνουσι τὴν ὀξύτητα αὑτῶν, τὸ «κοπτερὸν» αὑτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. 5. 5, 1. β) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, ὕων οὐκ ἀνίει [ὁ Θεὸς] Ἡρόδ. 4. 22, πρβλ. 125., 2. 121, 2, Εὐρ. I.T. 18, κτλ. γ) [[μετὰ]] γεν., σὺ δ’ οὐκ ἀνίεις μωρίας, δὲν ὠλιγόστευες τὴν ... ὁ αὐτ. Μήδ. 456· τῆς ὁρμῆς Ἀριστοφ. Βάτρ. 700, Δημ. 572. 2· φιλονεικίας Θουκ. 5. 32. 9) [[διαλύω]], κεραννύω, ἀναμιγνύω, Γαλην., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 27 (ὁ Φρύνιχ. λέγει ὅτι τὸ διίημι [[εἶναι]] ὀρθότερον ἐπὶ τοιαύτης σημασίας)· διυγραινομένων καὶ ἀνιεμένων Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 58. | |lstext='''ἀνίημι''': ης (ἐν Ἰλ. Ε. 880, ἀνιεῖς ὡς εἰ ἐκ τύπου ἀνιέω), ησι: παρατ. ἀνίην, β΄ καὶ γ΄ ἑν. εις, ει, Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἰων. γ΄ ἑν. ἀνίεσκε Ἡσ. Θ. 157· [[ὡσαύτως]] ἠνίει Ἱππ. 1222· α΄ ἑν. ἀνίειν Λουκ. Κατάπλ. 4, ἴδε Βουττμ. Διεξ. Γραμμ. §108: μέλλ. ἀνήσω: πρκμ. ἀνεῖκα: ἀόρ. α΄ ἀνῆκα: Ἰων. ἀνέηκα: - Ὁ Ὅμ. ἔχει [[ὡσαύτως]] γ΄ ἑν. μέλλ. ἀνέσει Ὀδ. Σ. 265, γ΄ πληθ. ἀορ. ἄνεσαν Ἰλ. Φ. 537, εὐκτ. [[ἀνέσαιμι]] Ξ. 209, μετοχ. ἀνέσαντες Ν. 657 ([[ἐνίοτε]] ἀναφέρονται [[ταῦτα]] εἰς ῥῆμ. ἀνέζω): - ἀορ. β΄ πληθ. γ΄ ἀνεῖσαν Θουκ. 5. 32, προστ. ἄνες Αἰσχύλ. Χο. 489, Εὐρ., ὑποτακ. ἀνῇς Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, Ἐπ. γ΄ ἑν. ὑποτακ. [[ἀνήῃ]] Ἰλ. Β. 34· εὐκτ. ἀνείῃ, ἀπαρ. ἀνεῖναι, μετοχ. ἀνέντες: - Παθ., ἀνίεμαι, πρκμ. ἀνεῖμαι Ἡρόδ. 2. 65, Αἰσχύλ. Θ. 413, γ΄ πληθ. πρκμ. [[ἀνέωνται]] (ὡς τὸ [[ἀφέωνται]] ἐκ τοῦ [[ἀφίημι]] ἐκ διορθώσεως τοῦ Steph. ἐν Ἡροδ. 2. 165 ἀντὶ ἀνέονται), ἀπαρ. ἀνεῶσθαι (sic) Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 153, ἴδε Δινδόρφ. de Dial. Herodot σ. XXXVII: ἀόρ. μετοχ. ἀνεθεὶς Πλάτ. Πολ. 410Ε: μέλλ. ἀνεθήσομαι Θουκ. 8. 63. [ἀνῐ - Ἐπ., ἀνῑ Ἀττ.: ἀλλ’ οὐχ ἧττον καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει ἀνῑει, ἀνῑέμενος, εὑρίσκομεν δὲ καὶ ἀνῐησιν παρὰ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμαχίᾳ» 2]. Ἀναπέμπω, Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν Ὀδ. Δ. 568· περὶ τῆς Χαρύβδ. τρὶς μὲν γάρ τ’ ἀνίησιν..., τρὶς δ’ ἀναροιβδεῖ, Μ. 105· ἀφρὸν ἀν., [[ἀνάγω]], ἐξεμῶ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183· σταγόνας [αἵματος] ἀν. Σοφ. Ο. Τ. 1277· περὶ τῆς γῆς, οὐ πρὶν γῆς καρπὸν ἀνήσειν, ὅτι δὲν θὰ κάμῃ ν’ ἀναφυῇ [[καρπὸς]] γῆς, πρὶν κτλ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 333· [[ἀναπέμπω]], γεννῶ, ἀνῆκε [[γαῖα]]... δρακονθόμιλον δυσμενῆ ξυνοικίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 266· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν θεῶν, [[εὔχομαι]] θεοὺς μήτ’ ἄροτον αὐτοῖς γῆς ἀνιέναι τινά, [[εὔχομαι]] δὲ οἱ θεοὶ νὰ μὴ πέμψωσιν εἰς αὐτοὺς [[μήτε]] καρπὸν γῆς, Σοφ. Ο. Τ. 270, Πλάτ., κτλ., ἐπὶ τοῦ γάμου, ὧ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ’ ἡμᾶς, καὶ φυτεύσαντες [[πάλιν]] ἀνεῖτε ταὐτοῦ [[σπέρμα]] Σοφ. Ο. Τ. 1405· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., σπαρτῶν δ’ ἀπ’ ἀνδρῶν... ῥίζωμ’ ἀνεῖται Αἰσχύλ. Θ. 413· ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, συὸς μέγιστον χρῆμ’... ἀνῆκε... θεὰ Σοφ. Ἀποσπ. 357· κρήνην Εὐρ. Βάκχ. 766· πῦρ καὶ φλόγα Θουκ. 2. 77· πνεῦμ’ ἀνεὶς ἐκ πνευμόνων Εὐρ. Ὀρ. 277, πρβλ. [[ἀνετέον]]: - [[ἀναπέμπω]], [[στέλλω]] [[ἐπάνω]] ἐκ τοῦ τάφου ἢ ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 650, Σοφ. Ἀντ. 1101, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1462, Πλάτ., κτλ.: - Παθ., ἐκ γῆς [[κάτωθεν]] ἀνίεται ὁ [[πλοῦτος]] Πλάτ. Κρατ. 403Α· ἐπὶ καρπῶν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 1, 5. 2) [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἀνέλθῃ ἢ νὰ πλησιάσῃ, οἱ δὲ ἀπὸ Φυλῆς ἔτι μὲν ἐπεχείρησαν μὴ ἀνιέναι αὐτούς, νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτοὺς νὰ ἀνέλθωσι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 11· οὐκ ἀνίεσαν εἰς τὸ [[πεδίον]] αὐτοὺς [[αὐτόθι]] 7. 2, 12. ΙΙ. [[ἀναπέμπω]] ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, εἴ κέν μ’ ἀνέσει [[θεός]], ἐάν με πέμψῃ ὁ Θεὸς [[ὀπίσω]] εἰς τὴν πατρίδα μου ἐκ τῆς ξένης γῆς, Ὀδ. Σ. 265 ([[ἔνθα]] οἱ Σχολιασταὶ ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὴν ἑπομένην σημασίαν ΙΙΙ.)· ἐς δίφρον δ’ ἀνέσαντες, «ἀναθέντες, ἀναβιβάσαντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 657· πύλας ἄνεσαν, «ἀνέστειλαν, ἀνέῳξαν» (Σχόλ.), Φ. 537· κλῇδές τ’ ἀνῆκαν θύρετρ’, [[ἄνευ]] θνητῆς χειρός, ἀφῆκαν ν’ ἀνοιχθῶσι τὰ [[θύρετρα]], Εὐρ. Βάκχ. 448· σήμαντρ’ ἀνείς, ἀνοίξας τὰς σφραγῖδας, ὁ αὐτ. Ι. Α. 325: - Παθ., πύλαι ἀνειμέναι Διον. Ἁλ. 10. 14· πρβλ. [[ἀνακλίνω]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐῶ, [[ἐπιτρέπω]], ἀφίνω, [[καταλείπω]], ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]] κοινοτάτη [[σημασία]], ἐμὲ δὲ γλυκὺς [[ὕπνος]] ἀνῆκεν, ὅ ἐ. μὲ ἐγκατέλιπε, μὲ ἀφῆκεν, Ἰλ. Β. 71, Ὀδ., κτλ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 310D· σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν. πράγμ. δεσμῶν ἀνίει, ἔλυσεν αὐτοὺς τῶν δεσμῶν, Ὀδ. Θ. 359· [[οὕτως]], ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης ἄνες, ἄφες αὐτὴν ἐλευθέραν, ἐλευθέρωσον, Σοφ. Ἀντ. 1101· ἀφίνω τινὰ ἀτιμώρητον, εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51, πρβλ. Λυσ. 138. 40· ἐπὶ ψυχικῆς διαθέσεως, ἐμὲ δ’ οὐδ’ ὣς θυμὸν ἀνίει... [[ὀδύνη]], «εἴα, κατελίμπανεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 24· [[οὕτως]], ὥς μιν ὅ τε [[οἶνος]] ἀνῆκε, ὅτε ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ [[οἶνος]], δηλ. ὅτε ἀνένηψεν ἐκ τῆς μέθης, Ἡρόδ. 1. 213, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 229, κτλ., δεξιόν τ’ ἀνεὶς σειραῖον ἵππον, ἀφίνω τὸν δεξιὸν ἵππον νὰ τρέχῃ (χαλαρώνων τὰς ἡνίας τοῦ δεξιοῦ ἵππου), [[αὐτόθι]] 721· εἰς [[τάχος]] ἀνιέναι τοὺς ἵππους, νὰ ἀνέλθωσι τρέχοντες, Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 2· τῷ δήμῳ τὰς ἡνίας ἀνεὶς ὁ Περικλῆς ἐπολιτεύετο [[πρός]] [[χάριν]], χαλαρώσας τὸν χαλινόν, Πλουτ. Περικλ. 11. 2) ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, λύω, ἀφίνω ἐλεύθερον νὰ δράμῃ πρὸς τὰ ἴχνη τῆς θήρας, μὴ ἀνιέναι εὐθὺς [τὰς σκύλακας], Λατ. canes immitteres, Ξεν. Κυν. 7. 7· ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες (πρβλ. [[ἐπανίημι]]), Ἰλ. Ε.761, πρβλ. 880· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν [[αὐτόθι]] 882: - ἀκολούθως ἐν γένει, [[διεγείρω]] τινὰ, [[παροτρύνω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., Μοῦσ’ ἄρ’ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι Ὀδ. Θ. 73, πρβλ. Ρ. 425, Ἰλ. Β. 276, Ε. 422, Ξ. 209: - [[συχνάκις]] μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, «[[ἀναπείθω]]» (Σχολ.) [[ἐρεθίζω]] πρὸς τι, ὡς, [[οὐδέ]] κε Τηλέμαχον... ὧδ’ ἀνιείης, «κυνηγετικὴ ἡ [[λέξις]], ὅτε τις κύνα τοῦ δεσμοῦ ἀνεὶς ἀφήσῃ κατὰ θηρός» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 185· [[μέγας]] δέ σε θυμὸς ἀνῆκεν, «ἀνέπεισεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 25· τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα [[δῖον]] ἀνῆκεν, παρώτρυνε τὸν Θρασυμήδη εἰς βοήθειαν αὐτῶν, Ρ. 705: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[ἅπας]] ... [[κίνδυνος]] ἀνεῖται σοφίας Ἀριστοφ. Νεφ. 955. 3) ἀν. τινὰ [[πρός]] τι, ἀφίνω ἐλεύθερον [[πρός]] τινα σκοπόν, τὸν λεὼν ... ἀνεῖναι πρὸς ἔργα τε καὶ θυσίας Ἡροδ. 2. 129· ἐς παιγνίην ἑωυτὸν ἀν. [[αὐτόθι]] 173· εἰς τύχην ἀνεὶς Εὐρ. Ἀποσπ. 964 (διαφ. γραφὴ ἀφείς)· τὸ [[σῶμα]] ἐπὶ ῥᾳδιουργίαν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75· ἀν. τινὰ μανίας, ἀπελευθερῶ ἐκ τῆς μανίας, Εὐρ. Ὀρ. 227· περὶ γυναικός, ἐὰν δ’ ἀνῇς, ὕβριστόν ἐστι [[χρῆμα]] κἀκόλαστον, ἐὰν ἀφήσῃς αὐτὴν νὰ κάμνῃ ὅ,τι ἂν θέλῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 2. 4) ἀφίνω, [[ἐπιτρέπω]], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀνεῖναι αὐτοὺς ὅ τι βούλονται ποιεῖν Πλάτ. 179Α· ἀν. τρίχας αὔξεσθαι Ἡρόδ. 2. 36., 4. 175· ἢ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρ., ἀν. πενθήρη κόμαν, ἀφίνω αὐτὴν νὰ κρέμαται λυτή, Εὐρ. Φοίν. 323· ἀν. στολίδα [[αὐτόθι]] 1491· κόμαν Πλουτ. Λύσανδρ. 1: ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἀνεὶς αὐτῷ θηρᾶν, ἐπιτρέψας εἰς αὐτὸν νὰ κυνηγῇ, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 3. 5) Μέσ., ἀνοίγω, γυμνώνω, μετ’ αἰτ., κόλπον ἀνιεμένη, «γυμνοῦσα τὸν κόλπον, λέγει δὲ τὸ κατὰ τὸ [[στῆθος]] [[μέρος]]» (Σχολ.) Ἰλ. Χ. 80· αἶγας ἀνιεμένους, ἐκδέροντας, Ὀδ. Β. 300· [[οὕτως]], ἀνεῖτο λαγόνας Εὐρ. Ἠλ. 826. 6) ἐπὶ χώρου ἀφιερουμένου εἰς θεόν τινα, ἀφίνω αὐτὸν ἐλεύθερον, δὲν καλλιεργῶ αὐτόν, [[τέμενος]] ἀνῆκεν ἅπαν Θουκ. 4. 116· ἀργὸν [[παντάπασι]] τὸ [[χωρίον]] ἀνιέντες τῷ θεῷ Πλουτ. Πόπλ. 8· ἢ ἐν γένει, τὴν χώραν ἀν. μηλόβοτον Ἰσοκρ. 302C· ἀρούρας ἀσπόρους ἀν. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 11, 9: ― ἀλλ’ αὕτη ἡ [[σημασία]] ὑπάρχει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἀφιερῶ ἐμαυτόν, [[παραδίδω]] ἐμαυτὸν εἰς, ἐς τὸ ἐλεύθερον Ἡρόδ. 7. 103· ἰδίως ἐπὶ ζῲων ἀφιερωμένων εἰς θεόν τινα, τὰ ὁποῖα καὶ ἀφίνονται ἐλεύθερα καὶ ἀνενόχλητα (πρβλ. ἀνετός), ἀνεῖται τὰ θηρία Βαλκν. Ἡρόδ. 2. 65· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[γίνομαι]] [[ἀφιέρωμα]] ἢ [[θῦμα]] εἰς θεόν τινα, νῦν δ’ [[οὗτος]] ἀνεῖται στυγερῷ δαίμονι Σοφ. Αἴ. 1214· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τόπων, κτλ., δένδρεα ἀν. θεοῖσι Καλλ. εἰς Δήμ. 47· [[ἄλσος]] ἀνειμένον, καθιερωμένον, [[ἱερόν]], Πλάτ. Νόμ. 761C· [[ἐντεῦθεν]], μεταφ., ἀνειμένος εἴς τι, ἀφωσιωμένος εἴς τι, [[ὅλως]] δεδομένος εἰς αὐτό, π.χ. ἐς τὸν πόλεμον Ἡρόδ. 2. 167· [[ἀνέωνται]] ἐς τὸ μάχιμον (ἴδε ἐν ἀρχῇ) [[εἶναι]] ἀφωσιωμένοι καθ’ ὁλοκληρίαν εἰς τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. 2. 165· ἐς τὸ [[κέρδος]] λῆμ’ ἀνειμένον, παραδεδομένον εἰς ..., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 3: ― [[ἐντεῦθεν]] μετοχ. παθ. πρκμ. ἀνειμένος· ὡς ἐπίθ., [[ἐλεύθερος]] νὰ πράττῃ ὅ,τι καὶ ἂν θέλῃ καὶ νὰ μεταβαίνῃ [[ὅπου]] καὶ ἂν θέλῃ, ἐκ δὲ τοῦδε χρὴ γυναῖκας [[εἶναι]] τάςδε μηδ’ ἀνειμένας Σοφ. Ἀντ. 579, Ἠλ. 516· ἀν. τι [[χρῆμα]] πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον Εὐρ. Ἀνδρ. 728· πέπλοι ἀνειμένοι, οὐχὶ στενοί, ἀλλὰ κρεμάμενοι ἀνέτως, [[αὐτόθι]] 598· τὸ ἀνειμένον εἰς ἢ [[πρός]] τι, ἡ [[ἀχαλίνωτος]] [[ἐπιρρέπεια]] ἢ [[κλίσις]] εἴς τι, Πλουτ. Νουμ. 16, Λυκοῦργ. 10· ἀνειμένος [[γέλως]], [[ἀχαλίνωτος]] [[γέλως]], Οὐϋττεμβ. Κριτ. Ἐπιστ. 159. 5· πρβλ. [[ἀνειμένως]]. 7) ὡς τὸ Λατ. remitere, χαλαρῶ, ἀντιθέτως τῷ [[ἐπιτείνω]] ἢ [[ἐντείνω]], ἐπὶ τόξου ἢ ἐγχόρδου ὀργάνου, χαλαρῶ ἢ ἀφαιρῶ τὴν χορδήν, ὡς Ἡρόδ. 3. 22, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 442Α, Ξεν. Ἀπομ. 3. 10, 7, κτλ.· μεταφ., ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ’ ἀν. Ἀριστοφ. Σφ. 574, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 4: ― Ἐντεῦθεν: β) ὀκνῶ, ἀμελῶ, [[ἐγκαταλείπω]], Λατ. praetermittere, omittere, οὐδ’ ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμοὺς Σοφ. Ο. Κ. 1608· φυλακὰς ἀνῆκα Εὐρ. Ἱκ. 1042· φυλακήν, ἄσκησιν κτλ., Θουκ. 4. 27, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70, κτλ.· ὦ φίλος, φίλος, ἄνες θάνατόν μοι, χάρισαί μοι τὴν ζωήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 532· ἔχθρας, κολάσεις τισὶ Πλούτ. 2. 536Α· ἀν. τὰ [[χρέα]], τὰς καταδίκας Πλούτ. Σόλων 15, Δίων Κ. 64. 8, πρβλ. 72. 2· ἄνες λόγον (κατὰ διόρθ. Ἑρμάνν. ἄνες μόνον) ὁμίλει ἡσυχώτερον, Εὐρ. Ἑλ. 442· οὕτω, τὴν μὲν τοῦ Μήδου ἔχθραν ἀνιέντας Θουκ. 3. 10· ἀν. [[ἀρχήν]], πόλεμον, κτλ., ὁ αὐτ. 1. 76., 7. 18, κτλ.: ― Παθ. παραμελοῦμαι, ὁρᾶν ὅτῳ τρόπῳ μὴ ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Θουκ. 8. 63· ὁ [[νόμος]] ἀνεῖται, παραμελεῖται, ἔχει καταντήσει [[ἀνίσχυρος]], Εὐρ. Ὀρ. 941· τοῖς γηράσκουσιν ἀνίεται ἡ [[συντονία]], χαλαροῦται καταπίπτει, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 5. 7, 16, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 410Ε: ― [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. πρκμ. ἀνειμένος, ὡς ἐπίθ., ἐν τῷ ἀνειμένῳ τῆς γνώμης, ἐν τῇ χαλαρᾷ καταστάσει τῆς γνώμης αὐτῶν, Θουκ. 5. 9· ἀνειμένη μοῦσα, χαλαρά, [[ἤρεμος]], ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἔντονον, Πρατῖνος 8· ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ, εὐμαρεῖ τῷ βίῳ, περὶ τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 1, 6· [[δίαιτα]] [[λίαν]] ἀν., περὶ τῶν Ἐφόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 24· ἀν. ἡδοναί, ἀκόλαστοι, Πλάτ. Πολ. 573Α· ἀν. καὶ [[λίαν]] ἀν. [[αὐτόθι]] 549D· ἀν. χείλεα, στεγνά, Θεόκρ. 22. 63: ― Συγκρ. ἀνειμενώτερος Ἰαμβλίχ. [[βίος]] Πυθ. 54: ― [[ἀλλά]], 8) ἡ [[ἔννοια]] τῆς χαλαρώσεως ἀπαντᾷ [[ἐπίσης]] ἐν ἀμεταβάτῳ χρήσει τοῦ ἐνεργ., [[κοπάζω]], [[καταπίπτω]], ἐπὶ ἀνέμου, [[ἐπειδὰν]] πνεῦμ’ ἀνῇ Σοφ. Φ. 639, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 113., 4. 152· ἕως ἀνῇ τὸ [[πῆμα]] τοῦτο τῆς νόσου, ἕως νὰ περάσῃ τὸ βάσανον τοῦτο τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 764, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 94· ἡ [[θήλεα]] ἅπτεται τῆς δειρῆς, καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνίει, τὸν πιάνει ἀπὸ τὸν λαιμὸν (τὸν ἄρρενα) καὶ προσκολληθεῖσα δὲν «ξεκολλᾷ», ἐπὶ ἐχίδνης, ὁ αὐτ. 3. 109· ― σημασ. διαφ. φράσεων, οὐδὲν ἀνιέναι, [[οὐδόλως]] ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 22· αἱ τιμαὶ ἀνείκασιν, ἔχουσι καταπέσῃ, Δημ. 1290. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 13· [τὰ σιδήρια] ἀνίησι γὰρ ἐν τοῖς μαλακοῖς, χάνουσι τὴν ὀξύτητα αὑτῶν, τὸ «κοπτερὸν» αὑτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. 5. 5, 1. β) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, ὕων οὐκ ἀνίει [ὁ Θεὸς] Ἡρόδ. 4. 22, πρβλ. 125., 2. 121, 2, Εὐρ. I.T. 18, κτλ. γ) [[μετὰ]] γεν., σὺ δ’ οὐκ ἀνίεις μωρίας, δὲν ὠλιγόστευες τὴν ... ὁ αὐτ. Μήδ. 456· τῆς ὁρμῆς Ἀριστοφ. Βάτρ. 700, Δημ. 572. 2· φιλονεικίας Θουκ. 5. 32. 9) [[διαλύω]], κεραννύω, ἀναμιγνύω, Γαλην., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 27 (ὁ Φρύνιχ. λέγει ὅτι τὸ διίημι [[εἶναι]] ὀρθότερον ἐπὶ τοιαύτης σημασίας)· διυγραινομένων καὶ ἀνιεμένων Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> [[ἀνίην]], <i>f.</i> [[ἀνήσω]], <i>ao.</i> ἀνῆκα, <i>pf.</i> ἀνεῖκα;<br /><i>Pass.</i> ἀνίεμαι, <i>f.</i> ἀνεθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνείθην > <i>part.</i> ἀνεθείς, <i>pf.</i> ἀνεῖμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> envoyer <i>ou</i> lancer en haut, <i>d’où</i><br /><b>1</b> faire sourdre, faire jaillir ; produire;<br /><b>2</b> faire monter, faire remonter;<br /><b>3</b> laisser monter dans, donner accès en haut : τινα à qqn;<br /><b>4</b> lâcher, lancer, acc. ; τὸν κύβον ἀνιέναι lancer le dé ; <i>p. anal.</i> τὸν κίνδυνον ἀνιέναι courir le risque ; exciter : Μοῦσ’ ἀοιδὸν ἀνῆκεν [[ἀειδέμεναι]] OD la Muse a poussé le chantre à chanter;<br /><b>5</b> laisser aller, lâcher, relâcher : δεσμῶν OD délivrer (qqn) de ses liens ; πύλας IL ouvrir les portes ; ἵππον SOPH laisser aller un cheval, lui relâcher les rênes;<br /><b>6</b> permettre : [[ἀν]]. τρίχας αὔξεσθαι HDT laisser croître les cheveux ; <i>rar. avec le dat.</i> ἀνεὶς [[αὐτῷ]] θηρᾶν XÉN lui ayant permis de chasser;<br /><b>7</b> relâcher, détendre : [[ἀν]]. φυλακήν THC se relâcher d’une garde ; [[ἀν]]. τινὶ θάνατον EUR faire remise à qqn de la peine de mort ; [[ἀν]]. τὰ [[χρέα]] PLUT faire remise des dettes ; [[ἀν]]. τινὸς ἔχθραν THC se relâcher de sa haine contre qqn ; [[ἀν]]. ἀρχήν, πόλεμον THC laisser échapper l’hégémonie, laisser languir la guerre ; <i>part. pf. Pass.</i> [[ἀνειμένος]], η, ον relâché ; [[ἀνειμένος]] [[ἐς]] τὸ ἐλεύθερον HDT, πρὸς τρυφάς PLUT qui s’abandonne à l’amour de la liberté, à la mollesse ; <i>abs.</i> laisser se reposer (une terre, un animal) ; ἀνιέναι ἀργὸν [[χωρίον]] θεῷ PLUT laisser un emplacement inculte pour un dieu, <i>càd</i> le consacrer à un dieu ; <i>Pass.</i> être consacré;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se relâcher : [[ἀνίει]] τὰ πνεύματα HDT le vent tombe ; avec un part. [[ὕων]] [[οὐκ]] [[ἀνίει]] HDT il ne cesse de pleuvoir ; [[οὐκ]] ἀνῆκεν [[ἐνενήκοντα]] στάδια διώκων XÉN il ne cessa de (les) poursuivre pendant 90 stades;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνίεμαι (<i>f.</i> ἀνήσομαι);<br /><b>1</b> mettre à découvert sur soi : κόλπον ἀνιεμένη IL découvrant son sein;<br /><b>2</b> écorcher : αἶγας ἀνιέμενοι OD écorchant des chèvres.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἵημι]]. | |||
}} | }} |