Anonymous

ἀνταπαμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνταπᾰμείβομαι''': μέσ., [[ὑπακούω]] ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. [[ἔπειτα]] δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.
|lstext='''ἀνταπᾰμείβομαι''': μέσ., [[ὑπακούω]] ἐν τῷ ἐμῷ μέρει, μ. δοτ. [[ἔπειτα]] δὲ δημότας ἄνδρας εὐθείας ῥήτραις ἀνταπαμειβομένους Τυρταῖ. 4 (2), 6.
}}
{{bailly
|btext=rendre la pareille ; LSJ obéir à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπαμείβομαι]].
}}
}}