3,274,408
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντέχω''': ἢ [[ἀντίσχω]]: μέλλ. ἀνθέξω: ἀόρ. ἀντέσχον: ― ἔχω τι πρό τινος, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τοῦ προσώπου αὑτοῦ [[ὅπως]] σκεπάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς του, Σοφ. Ο. Κ. 1651· [[μετὰ]] δοτ., ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν ἃ τέταται [[τανῦν]], [[εἴθε]] δὲ νὰ φυλάττῃς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]] τοῦτο τὸ φῶς, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] νῦν τεταμένον πρὸ αὐτῶν ([[ἐπειδὴ]] δύσκολον [[εἶναι]] νὰ σημαίνῃ: νὰ φυλλάττῃς τὸ φῶς «μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν του), ὁ αὐτ. Φ. 830· ἀντ. τοὺς χαλινοὺς Ἡρωδιαν. 5. 6. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀνθίσταμαι, μοῦνοι ἀντέσχον Ἁρπάγῳ Ἡρόδ. 1, 175, πρβλ. 8. 68· τοῖς δικαίοις Σοφ. Ἀποσπ. 99· ἀλλ’ ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ Θουκ. 2. 49· [[πρός]] τινα αὐτ. 6. 22· [[πρός]] τι Ἡρωδιαν. 3. 6. ἐν τέλ., κτλ.: ― [[μετὰ]] αἰτ., [[ἀντέχω]], [[ὑπομένω]], ἀντέχομεν καμάτους Ἀνθ. Π. 9. 299· ἀλλὰ τὸ παρὰ Θουκ. 8. 63 ἀντ. τὰ τοῦ πολέμου [[μᾶλλον]] ἀνήκει εἰς τὴν ἀκόλουθον σημασίαν, [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] ὡς πρὸς τὸν πόλεμον, οὕτω, πολλὰ ἀντ. αὐτόθ. 86. 2) [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]], δὲν ἐνδίδω, «βαστῶ»· ἡ Ἄζωτος... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκευμένη ἀντέσχε Ἡρόδ. 2. 157, πρβλ. 5. 115, Θουκ. 2. 70· [[μηκέτι]] ἀντέχωσι... τῷ πόνῳ διεσταμένοι Πλάτ. Τίμ. 81D· [[πολλάκις]] γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν ὁ αὐτ. Φαίδων 88Α. 3) [[ἀντέχω]] ὡς καὶ νῦν, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, δὲν ἐνδίδω, [[ὅμως]] μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε Ἡρόδ. 8. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, κτλ.· πῶς ποτε πῶς [[δύσμορος]] ἀντέχει; Σοφ. Φ. 175· [[νόσημα]] ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἔστ. ἂν αἰὼν... ἀντέχῃ Εὐρ. Ἄλκ. 337· βραχὺν χρόνον Δημ. 21. 1· ἀντ. ἐπὶ πολύ, ἐπὶ πλέον Θουκ. 1. 7, 65· ἀντ. ἐλπίσιν, ἐπ’ ἐλπίδι, Διόδ. 2. 26. Ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16 ὑπάρχει ἀντ. [[περί]] τινος, ἐκτρόπως, ἀντ. μὴ ὑπακοῦσαι, ἀρνοῦμαι νά ..., Πλούτ. 2. 708Α. β) ἐπὶ τῶν ποταμῶν, οὓς ἐξήντλησεν ὁ Περσικὸς στρατὸς, [[ἀντέχω]], ἐπαρκῶ, Μέλανα ποταμόν, οὐκ ἀντισχόντα... τῇ στρατιῇ τὸ [[ῥέεθρον]], ἀλλ’ ἐπιλιπόντα, Ἡρόδ. 7. 58· Λίσσος ποταμὸς... οὐκ ἀντέσχε τὸ [[ὕδωρ]] παρέχων τῷ Ξέρξεω στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 108· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· [[οὕτως]], ἀντέχει ὁ [[σῖτος]] Θουκ. 1. 65. 4) ἐκτείνομαι, [[φθάνω]], ὅσον ἡ [[ἐπιστήμη]] ἀντ. ὁ αὐτ. 6. 69. ΙΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι ἔμπροσθέν μου ἀντὶ ἀσπίδος [[χάριν]] προφυλάξεως, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν, προβάλεσθε τραπέζας δίκην ἀσπίδων κατὰ τῶν βελῶν, Ὀδ. Χ. 74. 2) [[μετὰ]] γεν. μόνον, πιάνω κἄτι τι καὶ κρατῶ αὐτὸ σφιγκτά, νομίζουσα [[αὐτοῦ]] ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 5· πέπλων Εὐρ. Τρῳ. 745· πρβλ. Ἴωνα 1404· τῶν θυρῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 161: ― μεταφ., οἱ μὲν τῶν ὄχθων ἀντείχοντο, δὲν ἀπεμακρύνοντο, ἐπορεύοντο πλησίον αὐτῶν, Ἡρόδ. 9. 56· ἀντ. Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι εἰς τὸν Ἡρακλέα, δηλ. [[λατρεύω]] αὐτὸν πρὸ παντὸς ἄλλου, Πίνδ. Ν. 1. 50· ἀντ. τῆς ἀρετῆς, Λατ. adhaerere virtuti, Ἡρόδ. 1. 134· ἀντ. τοῦ πολέμου ὁ αὐτ. 7. 53· τοῦ κέρδους Σοφ. Ἀποσπ. 325· τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 13· σωτηρίας Λυσ. 914. 6· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φίλ. 58Ε, πρβλ. Πολ. 600D, καὶ ἀλλαχοῦ· τῶν παραδεδομένων μύθων Ἀριστ. Ποιητ. 9. 8· τῆς ἐλευθερίας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 290.10 3) ἀπολ. καὐτὸς ἀντέχου Σοφ. Φ. 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1121, Πλάτ. Πολ. 574Β. 4) [[μετὰ]] διπλ. γεν. προσ. καὶ πράγμ., ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων, «θὰ σοῦ πιασθῇ διὰ τὴν πατρικήν του περιουσίαν», θὰ τὴν διαμφισβητήσῃ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1658. 5) ἀνθίσταμαι, Πλάτ. Πολ. 574Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 3,1· φονεῦσαι τοὺς ἀντεχομένους Διόδ. 4. 49. | |lstext='''ἀντέχω''': ἢ [[ἀντίσχω]]: μέλλ. ἀνθέξω: ἀόρ. ἀντέσχον: ― ἔχω τι πρό τινος, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα [[κρατός]], ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τοῦ προσώπου αὑτοῦ [[ὅπως]] σκεπάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς του, Σοφ. Ο. Κ. 1651· [[μετὰ]] δοτ., ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν ἃ τέταται [[τανῦν]], [[εἴθε]] δὲ νὰ φυλάττῃς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]] τοῦτο τὸ φῶς, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] νῦν τεταμένον πρὸ αὐτῶν ([[ἐπειδὴ]] δύσκολον [[εἶναι]] νὰ σημαίνῃ: νὰ φυλλάττῃς τὸ φῶς «μακρὰν τῶν ὀφθαλμῶν του), ὁ αὐτ. Φ. 830· ἀντ. τοὺς χαλινοὺς Ἡρωδιαν. 5. 6. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ., ἀνθίσταμαι, μοῦνοι ἀντέσχον Ἁρπάγῳ Ἡρόδ. 1, 175, πρβλ. 8. 68· τοῖς δικαίοις Σοφ. Ἀποσπ. 99· ἀλλ’ ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ Θουκ. 2. 49· [[πρός]] τινα αὐτ. 6. 22· [[πρός]] τι Ἡρωδιαν. 3. 6. ἐν τέλ., κτλ.: ― [[μετὰ]] αἰτ., [[ἀντέχω]], [[ὑπομένω]], ἀντέχομεν καμάτους Ἀνθ. Π. 9. 299· ἀλλὰ τὸ παρὰ Θουκ. 8. 63 ἀντ. τὰ τοῦ πολέμου [[μᾶλλον]] ἀνήκει εἰς τὴν ἀκόλουθον σημασίαν, [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] ὡς πρὸς τὸν πόλεμον, οὕτω, πολλὰ ἀντ. αὐτόθ. 86. 2) [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]], δὲν ἐνδίδω, «βαστῶ»· ἡ Ἄζωτος... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκευμένη ἀντέσχε Ἡρόδ. 2. 157, πρβλ. 5. 115, Θουκ. 2. 70· [[μηκέτι]] ἀντέχωσι... τῷ πόνῳ διεσταμένοι Πλάτ. Τίμ. 81D· [[πολλάκις]] γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν ὁ αὐτ. Φαίδων 88Α. 3) [[ἀντέχω]] ὡς καὶ νῦν, διατηρῶ τὴν θέσιν μου, δὲν ἐνδίδω, [[ὅμως]] μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε Ἡρόδ. 8. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, κτλ.· πῶς ποτε πῶς [[δύσμορος]] ἀντέχει; Σοφ. Φ. 175· [[νόσημα]] ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἔστ. ἂν αἰὼν... ἀντέχῃ Εὐρ. Ἄλκ. 337· βραχὺν χρόνον Δημ. 21. 1· ἀντ. ἐπὶ πολύ, ἐπὶ πλέον Θουκ. 1. 7, 65· ἀντ. ἐλπίσιν, ἐπ’ ἐλπίδι, Διόδ. 2. 26. Ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16 ὑπάρχει ἀντ. [[περί]] τινος, ἐκτρόπως, ἀντ. μὴ ὑπακοῦσαι, ἀρνοῦμαι νά ..., Πλούτ. 2. 708Α. β) ἐπὶ τῶν ποταμῶν, οὓς ἐξήντλησεν ὁ Περσικὸς στρατὸς, [[ἀντέχω]], ἐπαρκῶ, Μέλανα ποταμόν, οὐκ ἀντισχόντα... τῇ στρατιῇ τὸ [[ῥέεθρον]], ἀλλ’ ἐπιλιπόντα, Ἡρόδ. 7. 58· Λίσσος ποταμὸς... οὐκ ἀντέσχε τὸ [[ὕδωρ]] παρέχων τῷ Ξέρξεω στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 108· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· [[οὕτως]], ἀντέχει ὁ [[σῖτος]] Θουκ. 1. 65. 4) ἐκτείνομαι, [[φθάνω]], ὅσον ἡ [[ἐπιστήμη]] ἀντ. ὁ αὐτ. 6. 69. ΙΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι ἔμπροσθέν μου ἀντὶ ἀσπίδος [[χάριν]] προφυλάξεως, μετ’ αἰτ. καὶ γεν., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν, προβάλεσθε τραπέζας δίκην ἀσπίδων κατὰ τῶν βελῶν, Ὀδ. Χ. 74. 2) [[μετὰ]] γεν. μόνον, πιάνω κἄτι τι καὶ κρατῶ αὐτὸ σφιγκτά, νομίζουσα [[αὐτοῦ]] ἐκείνου τῆς χειρὸς ἀντέχεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 5· πέπλων Εὐρ. Τρῳ. 745· πρβλ. Ἴωνα 1404· τῶν θυρῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 161: ― μεταφ., οἱ μὲν τῶν ὄχθων ἀντείχοντο, δὲν ἀπεμακρύνοντο, ἐπορεύοντο πλησίον αὐτῶν, Ἡρόδ. 9. 56· ἀντ. Ἡρακλέους, προσκολλῶμαι εἰς τὸν Ἡρακλέα, δηλ. [[λατρεύω]] αὐτὸν πρὸ παντὸς ἄλλου, Πίνδ. Ν. 1. 50· ἀντ. τῆς ἀρετῆς, Λατ. adhaerere virtuti, Ἡρόδ. 1. 134· ἀντ. τοῦ πολέμου ὁ αὐτ. 7. 53· τοῦ κέρδους Σοφ. Ἀποσπ. 325· τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 13· σωτηρίας Λυσ. 914. 6· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φίλ. 58Ε, πρβλ. Πολ. 600D, καὶ ἀλλαχοῦ· τῶν παραδεδομένων μύθων Ἀριστ. Ποιητ. 9. 8· τῆς ἐλευθερίας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 290.10 3) ἀπολ. καὐτὸς ἀντέχου Σοφ. Φ. 893· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1121, Πλάτ. Πολ. 574Β. 4) [[μετὰ]] διπλ. γεν. προσ. καὶ πράγμ., ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων, «θὰ σοῦ πιασθῇ διὰ τὴν πατρικήν του περιουσίαν», θὰ τὴν διαμφισβητήσῃ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1658. 5) ἀνθίσταμαι, Πλάτ. Πολ. 574Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 3,1· φονεῦσαι τοὺς ἀντεχομένους Διόδ. 4. 49. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀνθέξω]], <i>ao.2</i> ἀντέσχον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tenir devant : χεῖρα [[κρατός]] SOPH tenir sa main devant sa figure ; ὄμμασι δ’ ἀντίσχοις τάνδ’ αἴγλαν SOPH conserve sur ses traits ce doux éclat;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> tenir contre, résister, dat. <i>ou</i> [[πρός]] <i>et l’acc.</i> ; <i>abs.</i> tenir bon, résister;<br /><b>2</b> se maintenir, persister, durer : ὁ ποταμὸς [[οὐκ]] ἀντέσχε τὸ [[ὕδωρ]] παρέχων [[τῷ]] στρατῷ HDT le fleuve ne put suffire à fournir de l’eau à l’armée ; suffire à, permettre de, <i>abs.</i> [[ἐς]] [[ὅσον]] ἡ [[ἐπιστήμη]] ἀντέχοι THC tant que la science marchait de pair (avec la bonne volonté, le courage);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντέχομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> tenir devant soi : τραπέζας ἀ. [[ἰῶν]] OD placer des tables devant soi pour se garantir des traits;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’attacher à : χειρός HDT à la main (de qqn) ; <i>p. anal.</i> [[τοῦ]] πολέμου HDT persister à faire la guerre ; ἀ. τῆς ἀρετῆς HDT s’attacher à la vertu ; τῆς θαλάσσης THC s’adonner à la mer;<br /><b>2</b> s’appuyer, se soutenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |