Anonymous

ἄνους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνους''': ουν, (= [[ἀνούατος]], [[ἄωτος]], [[ἄνευ]] ὠτὸς [[ἤτοι]] λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, [[ἄνους]]... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.
|lstext='''ἄνους''': ουν, (= [[ἀνούατος]], [[ἄωτος]], [[ἄνευ]] ὠτὸς [[ἤτοι]] λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, [[ἄνους]]... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[ἄνοος]].
}}
}}