3,273,724
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔνομος''': -ον, ([[νόμος]]) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, [[καλῶς]] κυβερνώμενος, [[πόλις]] Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔρανος]] εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· [[μοῖρα]] εὔν. = [[εὐνομία]], ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4. | |lstext='''εὔνομος''': -ον, ([[νόμος]]) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, [[καλῶς]] κυβερνώμενος, [[πόλις]] Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔρανος]] εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· [[μοῖρα]] εὔν. = [[εὐνομία]], ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> régi par de bonnes lois, bien gouverné;<br /><b>2</b> qui observe les lois;<br /><i>Sp.</i> εὐνομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νόμος]]. | |||
}} | }} |