Anonymous

πτέρνα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτέρνα''': Ἰων. πτέρνη, ἡ, ἡ «φτέρνα», Ἰλ. Χ. 397, πρβλ. Ἱππ. 1153G, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6· τὸ [[κάτωθεν]] [[μέρος]] τῆς πτέρνης, Αἰσχύλ. Χο. 209· ― παροιμ., [[εἴπερ]] τὸν ἐγκέφαλον ἐν ταῖς πτέρναις φορεῖτε Δημ. 88. 2. 2) ἡ [[πτέρνα]] ὑποδήματος, Α. Β. 39. 3)[[πάτημα]], Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Α´, 7.) ΙΙ. τὸ κατώτατον [[μέρος]] παντὸς πράγματος, πύργων Λυκόφρ. 442· τῆς μηχανῆς Πολύβ. 8. 8, 2. ΙΙΙ. [[κωλῆ]] ἢ χοιρομήριον, Βατραχομυομ. 37· πρβλ. [[Πτερνογλύφος]], κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. pârshnis, Σλαυ. plesna (planta pedis), Γοτθ. faîrzna (ferse) Κούρτ. σ. 454).
|lstext='''πτέρνα''': Ἰων. πτέρνη, ἡ, ἡ «φτέρνα», Ἰλ. Χ. 397, πρβλ. Ἱππ. 1153G, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6· τὸ [[κάτωθεν]] [[μέρος]] τῆς πτέρνης, Αἰσχύλ. Χο. 209· ― παροιμ., [[εἴπερ]] τὸν ἐγκέφαλον ἐν ταῖς πτέρναις φορεῖτε Δημ. 88. 2. 2) ἡ [[πτέρνα]] ὑποδήματος, Α. Β. 39. 3)[[πάτημα]], Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Α´, 7.) ΙΙ. τὸ κατώτατον [[μέρος]] παντὸς πράγματος, πύργων Λυκόφρ. 442· τῆς μηχανῆς Πολύβ. 8. 8, 2. ΙΙΙ. [[κωλῆ]] ἢ χοιρομήριον, Βατραχομυομ. 37· πρβλ. [[Πτερνογλύφος]], κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. pârshnis, Σλαυ. plesna (planta pedis), Γοτθ. faîrzna (ferse) Κούρτ. σ. 454).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> talon;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> partie inférieure d’une chose, d’une machine, d’un mât.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> perna « jambon », <i>got.</i> fairzna « talon ».<br /><span class="bld">2</span>ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[πέρνα]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[πόλις]]‖[[πτόλις]].
}}
}}