Anonymous

πομποστολέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πομποστολέω''': ([[στέλλω]]) [[περιάγω]] ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ [[σκάφος]], ὁδηγῶ τὸ [[σκάφος]], Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
|lstext='''πομποστολέω''': ([[στέλλω]]) [[περιάγω]] ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ [[σκάφος]], ὁδηγῶ τὸ [[σκάφος]], Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter en procession;<br /><b>2</b> envoyer en expédition (un navire, une flotte).<br />'''Étymologie:''' [[πομπός]], [[στολή]].
}}
}}