Anonymous

συνυπουργέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνυπουργέω''': συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.
|lstext='''συνυπουργέω''': συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />joindre son assistance à celle d’un autre, porter secours ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑπουργέω]].
}}
}}