Anonymous

χήν: Difference between revisions

From LSJ
113 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χήν''': ὁ καὶ ἡ, γεν. χηνός· Ἰων. γεν. πληθ. χηνῶν (οὐχὶ χηνέων) Ἡρόδ. 2. 45· ἀνώμαλ. αἰτ. πληθ. χένας Ἀνθ. Π. 7. 546· ― ἡ ἀγρία χήν, Anser cinereus, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Ἰλ. Β. 460· χῆνα πλαταγίζοντα καὶ μὴ κεχηνότα Εὔβουλος ἐν «Χάρισιν» 1. 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16. 2) ἡ [[ἥμερος]] χήν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174, πρβλ. 161· χῆνες μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν Τ. 536· τιθασὸς χ. Σοφ. Ἀποσπ. 744· [[ὥσπερ]] χῆνα σιτευτὸν λαβὼν ἔτρεφέ με Ἐπιγένης ἐν «Βακχ(ε)ίᾳ» 2· γάλακτι χηνός, «μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», ἐπὶ πολυδαπάνου καὶ σπανιωτάτου ἐδέσματος, Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1. 5· χηνῶν ἥπατα (ἴδε [[χήνειος]]) Πλούτ. 2. 965Α, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Στεφανοπώλισι» 5. 3) νὴ ἢ μὰ τὸν χῆνα, [[ὅρκος]] τοῦ Σωκράτους, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 521, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, Ζηνόβ. 5. 81 (ἐν Παροιμιογράφοις), καὶ πρβλ. [[κύων]] Ι. 2. ― Πρβλ. Σανσκρ. hans-a, Λατ. ans-er (ἀντὶ hans-er)· Ἀρχ. Σκανδ. gâs πληθ. gœs Ἀγγλο-Σαξον. gôs πληθ. gês· Ἀρχ. Γερμαν. Kans (gans, gand-er)· Λιθ. zas- is. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς πιθανωτάτης ἄλλως ἐτυμολογίας ἐκ τῆς √ΧΑ, χανεῖν, [[χάσκω]] (πρβλ. Εὔβουλον ἔνθ’ ἀνωτ.), [[ἕνεκα]] τοῦ s, [[ὅπερ]] ὑπάρχει εἰς τόσας γλώσσας ὡς [[μέρος]] τῆς ῥίζης).
|lstext='''χήν''': ὁ καὶ ἡ, γεν. χηνός· Ἰων. γεν. πληθ. χηνῶν (οὐχὶ χηνέων) Ἡρόδ. 2. 45· ἀνώμαλ. αἰτ. πληθ. χένας Ἀνθ. Π. 7. 546· ― ἡ ἀγρία χήν, Anser cinereus, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Ἰλ. Β. 460· χῆνα πλαταγίζοντα καὶ μὴ κεχηνότα Εὔβουλος ἐν «Χάρισιν» 1. 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16. 2) ἡ [[ἥμερος]] χήν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174, πρβλ. 161· χῆνες μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν Τ. 536· τιθασὸς χ. Σοφ. Ἀποσπ. 744· [[ὥσπερ]] χῆνα σιτευτὸν λαβὼν ἔτρεφέ με Ἐπιγένης ἐν «Βακχ(ε)ίᾳ» 2· γάλακτι χηνός, «μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», ἐπὶ πολυδαπάνου καὶ σπανιωτάτου ἐδέσματος, Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1. 5· χηνῶν ἥπατα (ἴδε [[χήνειος]]) Πλούτ. 2. 965Α, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Στεφανοπώλισι» 5. 3) νὴ ἢ μὰ τὸν χῆνα, [[ὅρκος]] τοῦ Σωκράτους, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 521, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, Ζηνόβ. 5. 81 (ἐν Παροιμιογράφοις), καὶ πρβλ. [[κύων]] Ι. 2. ― Πρβλ. Σανσκρ. hans-a, Λατ. ans-er (ἀντὶ hans-er)· Ἀρχ. Σκανδ. gâs πληθ. gœs Ἀγγλο-Σαξον. gôs πληθ. gês· Ἀρχ. Γερμαν. Kans (gans, gand-er)· Λιθ. zas- is. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς πιθανωτάτης ἄλλως ἐτυμολογίας ἐκ τῆς √ΧΑ, χανεῖν, [[χάσκω]] (πρβλ. Εὔβουλον ἔνθ’ ἀνωτ.), [[ἕνεκα]] τοῦ s, [[ὅπερ]] ὑπάρχει εἰς τόσας γλώσσας ὡς [[μέρος]] τῆς ῥίζης).
}}
{{bailly
|btext=χηνός (ὁ, ἡ)<br />oie, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> anser.
}}
}}