Anonymous

ἐξετάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξετάζω''': μέλλ. ἐξετάσω, σπανίως ἐξετῶ, Ἰσοκρ. 195C· πρβλ. Α. Β. 251. 32: ἀόρ. ἐξήτασα Σοφ., κλ., Δωρ. ἐξήταξα Θεόκρ. 14. 28: πρκμ. ἐξήτακα Πλάτ., κλ.: ‒ Παθ.: μέλλ. -ετασθήσομαι Δημ. 24. 1: ἀόρ. -ητάσθην, ἴδε κατωτ.: πρκμ. -ήτασμαι, ἴδε ἐν τέλει: ‒ (τὸ ἁπλοῦν [[ἐτάζω]] δὲν [[εἶναι]] σύνηθες). Ἐξετάζω, ἐρευνῶ, ἐρωτῶ καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας [[περί]] τινος, [[δοκιμάζω]], ἐξ. φίλους, ὄντιν᾿ ἔχουσι νόον Θέογν. 1010, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 438, κτλ.· τὴν ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐξ. Θουκ. 2. 7· βίον [[αὐτοῦ]] πάντα ἐξετάσω Δημ. 521. 24· ἐκ τοῦ εἰκότος ἐξετασθῆναι δεῖ τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀντιφῶν 133. 38· ἐξ. λόγον, ἀντίθετον τῷ ὑπέχειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 1: ‒ ἀπολ., [[ἐξετάζω]], σκοποῦντας καὶ ἐξετάζοντας περὶ νόμων Πλάτ. Νόμοι 685Α· δι᾿ ἀκριβείας ἐξ. ὁ αὐτὸς Θεαίτ. 184C: ‒ [[ἐξετάζω]] καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας [[παρά]] τινος [[περί]] τινος, ἐξητάκει τὰ κατὰ [[μέρος]] [[ὑπὲρ]] αὐτῆς (τῆς Καρχηδόνος)... τῶν εἰδότων Πολύβ. 10. 8, 1: ‒ ἑπομένης ἀναφορ. ἀντων., ἐξ. [[ὅστις]] ἐστὶ Δημ. 1126. 13· ἐξ τί καὶ πῶς λέγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α· ἐξ τινά, τίνος ἐστὶ γένους Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 17. 2) ἐπὶ στρατευμάτων, ἐπιθεωρῶ, Θουκ. 2. 7., 7. 33, 35, κτλ.: ‒ Παθ., στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται Εὐρ. Ἱκ. 391, πρβλ. Θουκ. 6. 97: ‒ [[καθόλου]], ἐπιθεωρῶ, ἀπαριθμῶ, ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξ. Ἰσοκρ. 152D, πρβλ. Δημ. 472. 18., 474. 21. ΙΙ. [[ὑποβάλλω]] εἰς αὐστηρὰν ἐξέτασιν, [[ἀνακρίνω]], Ἡρόδ. 3. 62 (πρβλ. [[ἐτάζω]]), Σοφ. Αἴ. 586, Ο.Τ. 210· τινὰ [[περί]] τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 258D· τινά τι ὁ αὐτὸς Γοργ. 515Β, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 35· δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω Δημ. 564. 17, πρβλ. 232. 3., 1124. 20 κἑξ.· ἐξετάζειν τινὰ [[ὅστις]] ἦν ὁ αὐτ. 1126. 23. ΙΙΙ. ὑπολογίζω, ὁ αὐτὸς 67. 16· [[ἐξετάζω]] τινὰ σχετικῶς πρὸς ἄλλον, [[παραβάλλω]] αὐτὸν πρὸς ἐκεῖνον, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ζῶντας, ὦ χρηστέ,... τὸν ζῶντα ἐξέταζε ὁ αὐτὸς 330. 29· [[ἰσοστάσιος]] ἦν ἡ [[πορφύρα]] πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη Ἀθήν. 526C· οὔτως, ἐξ. τι [[παρά]] τι Δημ. 315. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 160Ε: [[ἐντεῦθεν]], [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]], πρὸς Ἀριστογείτονα ἐμαυτὸν ἐξετάζειν Δημ. 1485. 17. IV. διὰ δοκιμασίας [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]], ἐπὶ χρυσοῦ, ἐν λιθίναις ἀκόναις ὁ χρυσὸς ἐξετάζεται Χίλων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 568· ἐξ. τοὺς κακοὺς Ξεν. Οἰκ. 20, 14· τοὺς χρησίμους Δημ. 918. 18: ‒ [[συχν]]. ἐν τῷ Παθ. [[μετὰ]] μετοχ., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται, ἐὰν ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο [[ἐκεῖ]], Πλάτ. Νόμοι 764Α· καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα Δημ. 286. 4· ἐξήτασαι πεποιηκὼς ὁ αὐτὸς 294. 10· ἐξετάζεσθαι φίλος (ἐνν. ὢν) Εὐρ. Ἄλκ. 1011· ἐχθρὸς ἐξεταζόμενος Δημ. 525. 25· [[κατήγορος]] ὁ αὐτὸς 613 ἐν τέλει· [[οὕτως]], ὧν εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι Ἀνδοκ. 29. 8. 2) [[μετὰ]] γεν. τῶν ἐχθρῶν ἐξετάζεσθαι, συγκαταλέγεσθαι (πρβλ. [[συνεξετάζω]]), Λατ. versari, censeri, numerari, inter..., Δημ. 434. 23· [[μετὰ]] τὼν ἄλλων ἐξητάζετο ὁ αὐτὸς 300. 27· ἔν τισι Διον. Ἁλ. 6. 59· ἐν τοῖς ἱππικοῖς, μεταξὺ τῶν παρὰ Ρωμαίοις Equites, Πλουτ. Πομπ. 14. 3) ἀπολ., [[ἀνήκω]] εἴς τινα μερίδα, Διον. Ἁλ. 6. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 74Β· ἐξητάσθησαν αἱ πᾶσαι [[πεντεκαίδεκα]] μυριάδες (ἐν τῇ ἀπογραφῇ τῆς Ρώμης) ὁ αὐτὸς ἐν Καίσαρι 55. 4) [[παρουσιάζομαι]], ἐμφανίζομαι, Δημ. 566. 27· πρὸς τὸν ἄρχοντα... οὐδέπω... ἐξήτασται ὁ αὐτὸς 980. 5· πρβλ. 318. 15.
|lstext='''ἐξετάζω''': μέλλ. ἐξετάσω, σπανίως ἐξετῶ, Ἰσοκρ. 195C· πρβλ. Α. Β. 251. 32: ἀόρ. ἐξήτασα Σοφ., κλ., Δωρ. ἐξήταξα Θεόκρ. 14. 28: πρκμ. ἐξήτακα Πλάτ., κλ.: ‒ Παθ.: μέλλ. -ετασθήσομαι Δημ. 24. 1: ἀόρ. -ητάσθην, ἴδε κατωτ.: πρκμ. -ήτασμαι, ἴδε ἐν τέλει: ‒ (τὸ ἁπλοῦν [[ἐτάζω]] δὲν [[εἶναι]] σύνηθες). Ἐξετάζω, ἐρευνῶ, ἐρωτῶ καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας [[περί]] τινος, [[δοκιμάζω]], ἐξ. φίλους, ὄντιν᾿ ἔχουσι νόον Θέογν. 1010, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 438, κτλ.· τὴν ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐξ. Θουκ. 2. 7· βίον [[αὐτοῦ]] πάντα ἐξετάσω Δημ. 521. 24· ἐκ τοῦ εἰκότος ἐξετασθῆναι δεῖ τὸ [[πρᾶγμα]] Ἀντιφῶν 133. 38· ἐξ. λόγον, ἀντίθετον τῷ ὑπέχειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 1: ‒ ἀπολ., [[ἐξετάζω]], σκοποῦντας καὶ ἐξετάζοντας περὶ νόμων Πλάτ. Νόμοι 685Α· δι᾿ ἀκριβείας ἐξ. ὁ αὐτὸς Θεαίτ. 184C: ‒ [[ἐξετάζω]] καὶ [[λαμβάνω]] πληροφορίας [[παρά]] τινος [[περί]] τινος, ἐξητάκει τὰ κατὰ [[μέρος]] [[ὑπὲρ]] αὐτῆς (τῆς Καρχηδόνος)... τῶν εἰδότων Πολύβ. 10. 8, 1: ‒ ἑπομένης ἀναφορ. ἀντων., ἐξ. [[ὅστις]] ἐστὶ Δημ. 1126. 13· ἐξ τί καὶ πῶς λέγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 261Α· ἐξ τινά, τίνος ἐστὶ γένους Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 17. 2) ἐπὶ στρατευμάτων, ἐπιθεωρῶ, Θουκ. 2. 7., 7. 33, 35, κτλ.: ‒ Παθ., στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται Εὐρ. Ἱκ. 391, πρβλ. Θουκ. 6. 97: ‒ [[καθόλου]], ἐπιθεωρῶ, ἀπαριθμῶ, ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξ. Ἰσοκρ. 152D, πρβλ. Δημ. 472. 18., 474. 21. ΙΙ. [[ὑποβάλλω]] εἰς αὐστηρὰν ἐξέτασιν, [[ἀνακρίνω]], Ἡρόδ. 3. 62 (πρβλ. [[ἐτάζω]]), Σοφ. Αἴ. 586, Ο.Τ. 210· τινὰ [[περί]] τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 258D· τινά τι ὁ αὐτὸς Γοργ. 515Β, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 35· δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω Δημ. 564. 17, πρβλ. 232. 3., 1124. 20 κἑξ.· ἐξετάζειν τινὰ [[ὅστις]] ἦν ὁ αὐτ. 1126. 23. ΙΙΙ. ὑπολογίζω, ὁ αὐτὸς 67. 16· [[ἐξετάζω]] τινὰ σχετικῶς πρὸς ἄλλον, [[παραβάλλω]] αὐτὸν πρὸς ἐκεῖνον, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ζῶντας, ὦ χρηστέ,... τὸν ζῶντα ἐξέταζε ὁ αὐτὸς 330. 29· [[ἰσοστάσιος]] ἦν ἡ [[πορφύρα]] πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη Ἀθήν. 526C· οὔτως, ἐξ. τι [[παρά]] τι Δημ. 315. 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 160Ε: [[ἐντεῦθεν]], [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]], πρὸς Ἀριστογείτονα ἐμαυτὸν ἐξετάζειν Δημ. 1485. 17. IV. διὰ δοκιμασίας [[ἐξετάζω]], [[δοκιμάζω]], ἐπὶ χρυσοῦ, ἐν λιθίναις ἀκόναις ὁ χρυσὸς ἐξετάζεται Χίλων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 568· ἐξ. τοὺς κακοὺς Ξεν. Οἰκ. 20, 14· τοὺς χρησίμους Δημ. 918. 18: ‒ [[συχν]]. ἐν τῷ Παθ. [[μετὰ]] μετοχ., ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται, ἐὰν ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο [[ἐκεῖ]], Πλάτ. Νόμοι 764Α· καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέοντα Δημ. 286. 4· ἐξήτασαι πεποιηκὼς ὁ αὐτὸς 294. 10· ἐξετάζεσθαι φίλος (ἐνν. ὢν) Εὐρ. Ἄλκ. 1011· ἐχθρὸς ἐξεταζόμενος Δημ. 525. 25· [[κατήγορος]] ὁ αὐτὸς 613 ἐν τέλει· [[οὕτως]], ὧν εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι Ἀνδοκ. 29. 8. 2) [[μετὰ]] γεν. τῶν ἐχθρῶν ἐξετάζεσθαι, συγκαταλέγεσθαι (πρβλ. [[συνεξετάζω]]), Λατ. versari, censeri, numerari, inter..., Δημ. 434. 23· [[μετὰ]] τὼν ἄλλων ἐξητάζετο ὁ αὐτὸς 300. 27· ἔν τισι Διον. Ἁλ. 6. 59· ἐν τοῖς ἱππικοῖς, μεταξὺ τῶν παρὰ Ρωμαίοις Equites, Πλουτ. Πομπ. 14. 3) ἀπολ., [[ἀνήκω]] εἴς τινα μερίδα, Διον. Ἁλ. 6. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 74Β· ἐξητάσθησαν αἱ πᾶσαι [[πεντεκαίδεκα]] μυριάδες (ἐν τῇ ἀπογραφῇ τῆς Ρώμης) ὁ αὐτὸς ἐν Καίσαρι 55. 4) [[παρουσιάζομαι]], ἐμφανίζομαι, Δημ. 566. 27· πρὸς τὸν ἄρχοντα... οὐδέπω... ἐξήτασται ὁ αὐτὸς 980. 5· πρβλ. 318. 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξετάσω, <i>att.</i> ἐξετῶ, <i>ao.</i> ἐξήτασα, <i>pf.</i> ἐξήτακα;<br /><b>I.</b> rechercher avec soin :<br /><b>1</b> examiner à fond : τινα [[πρός]] τινα <i>ou</i> [[τι]] [[παρά]] [[τι]] examiner une personne <i>ou</i> une chose à côté d’une autre, en la comparant à une autre;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> éprouver : ξυμμαχίαν THC faire l’épreuve d’une alliance;<br /><b>3</b> passer une revue (de troupes) ; dénombrer, énumérer : ἁμαρτήματα ISOCR les fautes de qqn;<br /><b>4</b> interroger : τινά [[τι]] demander qch à qqn;<br /><b>II.</b> admettre après examen, <i>d’où</i><br /><b>1</b> admettre comme prouvé ; <i>Pass.</i> καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξεταζόμην τὰ δέοντα DÉM il est prouvé que j’ai dit et écrit ce qu’il fallait;<br /><b>2</b> être classé au nombre de : [[ἐν]] τοῖς ἱππικοῖς PLUT parmi les chevaliers ; <i>abs.</i> être du parti de qqn, partisan de qqn.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐξ]], [[ἐτάζω]] de [[ἐτός]] « vrai ».
}}
}}