Anonymous

οἰμάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰμάω''': ([[οἴμη]]), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, [[κάμνω]] ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 [[κίρκος]] … οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, [[τρέχω]], [[σπεύδω]], θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
|lstext='''οἰμάω''': ([[οἴμη]]), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, [[κάμνω]] ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 [[κίρκος]] … οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, [[τρέχω]], [[σπεύδω]], θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />s’élancer avec impétuosité, fondre sur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]].
}}
}}