Anonymous

ἀποψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ. Δίων Κ. 39. 55: - δὲν [[ῥίπτω]] τὴν ψῆφόν μου [[ἐναντίον]] τινός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[καταψηφίζομαι]], ὑμῶν δ’ ἕκαστον χρὴ νομίζειν, τὸν Λεωκράτους ἀποψηφιζόμενον θάνατον τῆς πατρίδος καὶ ἀνδραποδισμὸν καταψηφίζεσθαι Λυκοῦργ. 169. 11 (ἔκδ. Κοραῆ σ. 43): - [[ἐντεῦθεν]]. Ι. ἀπ. τινὸς (γεν. προσωπ.), 1) διὰ τῆς ψήφου μου ἀπομακρύνω τὴν κατηγορίαν ἀπὸ τινος, ἀθῳῶ αὐτόν, Ἀντιφῶν 140. 42· Λυσ. 128. 31, Δημ. 310. 17, 407. 8, κτλ. ἀπολ. βάλλω τὴν ψῆφόν μου ὑπέρ τῆς ἀθῳώσεώς τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 34D· 39Ε: ἀπ. ὡς οὐκ. ἀδικεῖ Ἀριστ. Πρβλ. 29. 13, 5. 2) διὰ τῆς ψήφου μου, ὡς δημότου, ἀποστερῶ τινα τῶν πολιτικῶν αὑτοῦ δικαιωμάτων, Δημ. 1302, 14, 1365. 14: Αἰσχίν. 16. 14· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. ἀποστεροῦμαι τῶν πολιτικῶν μου δικαιωμάτων: τὸν ἀποψηφισθέντα Ἀντιφῶντα Δημ. 271. 6· εἶτ’ οὐ δικαίως ἔστ’ ἀπεψηφισμένος…; Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· [[ὡσαύτως]], ἀποοψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Πλουτ. Φωκ. 28. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπὶ δικαστῶν, ἀπ. γραφήν, δίδω τὴν ψῆφόν μου, [[ἐναντίον]] τῆς παραδοχῆς καταγγελίας, Αἰσχίν. 86. 31· ἀπ. τὸν νόμον, [[ἀπορρίπτω]] τὸν νόμον, Πλάτ. Νόμ. 800D· ἀπ. ἅ Διοπείθης κατεψηφίσατο Ἰσαῖος 54.19, πρβλ. Δημ. 507. 15· ἀποψηφιζόμενον μὲν κύριον δεῖ ποιεῖν τὸ [[πλῆθος]], νὰ δώσῃ τις εἰς τὸ [[πλῆθος]] ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἀπορρίψεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙΙ. ἀκολουθοῦντος τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμ., δίδω τὴν ψῆφόν μου [[ἐναντίον]] τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 8· Δημ. 396. 2· [[οὕτως]], ἤν δ’ ἀποψηφίσωνται (ἐνν. μὴ ἕπεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 4, 15· ἀποψηφίσασθαι ἔφη (ἐνν. μὴ ἀφίστασθαι) ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 3, 2. Πρβλ. [[ἀποχειροτονέω]].
|lstext='''ἀποψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι: ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ. Δίων Κ. 39. 55: - δὲν [[ῥίπτω]] τὴν ψῆφόν μου [[ἐναντίον]] τινός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[καταψηφίζομαι]], ὑμῶν δ’ ἕκαστον χρὴ νομίζειν, τὸν Λεωκράτους ἀποψηφιζόμενον θάνατον τῆς πατρίδος καὶ ἀνδραποδισμὸν καταψηφίζεσθαι Λυκοῦργ. 169. 11 (ἔκδ. Κοραῆ σ. 43): - [[ἐντεῦθεν]]. Ι. ἀπ. τινὸς (γεν. προσωπ.), 1) διὰ τῆς ψήφου μου ἀπομακρύνω τὴν κατηγορίαν ἀπὸ τινος, ἀθῳῶ αὐτόν, Ἀντιφῶν 140. 42· Λυσ. 128. 31, Δημ. 310. 17, 407. 8, κτλ. ἀπολ. βάλλω τὴν ψῆφόν μου ὑπέρ τῆς ἀθῳώσεώς τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 34D· 39Ε: ἀπ. ὡς οὐκ. ἀδικεῖ Ἀριστ. Πρβλ. 29. 13, 5. 2) διὰ τῆς ψήφου μου, ὡς δημότου, ἀποστερῶ τινα τῶν πολιτικῶν αὑτοῦ δικαιωμάτων, Δημ. 1302, 14, 1365. 14: Αἰσχίν. 16. 14· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. ἀποστεροῦμαι τῶν πολιτικῶν μου δικαιωμάτων: τὸν ἀποψηφισθέντα Ἀντιφῶντα Δημ. 271. 6· εἶτ’ οὐ δικαίως ἔστ’ ἀπεψηφισμένος…; Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· [[ὡσαύτως]], ἀποοψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Πλουτ. Φωκ. 28. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπὶ δικαστῶν, ἀπ. γραφήν, δίδω τὴν ψῆφόν μου, [[ἐναντίον]] τῆς παραδοχῆς καταγγελίας, Αἰσχίν. 86. 31· ἀπ. τὸν νόμον, [[ἀπορρίπτω]] τὸν νόμον, Πλάτ. Νόμ. 800D· ἀπ. ἅ Διοπείθης κατεψηφίσατο Ἰσαῖος 54.19, πρβλ. Δημ. 507. 15· ἀποψηφιζόμενον μὲν κύριον δεῖ ποιεῖν τὸ [[πλῆθος]], νὰ δώσῃ τις εἰς τὸ [[πλῆθος]] ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἀπορρίψεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙΙ. ἀκολουθοῦντος τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμ., δίδω τὴν ψῆφόν μου [[ἐναντίον]] τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 8· Δημ. 396. 2· [[οὕτως]], ἤν δ’ ἀποψηφίσωνται (ἐνν. μὴ ἕπεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 4, 15· ἀποψηφίσασθαι ἔφη (ἐνν. μὴ ἀφίστασθαι) ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 3, 2. Πρβλ. [[ἀποχειροτονέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποψηφίσομαι, <i>att.</i> ἀποψηφιοῦμαι;<br /><b>1</b> écarter par son vote, exclure, par un vote, du dème <i>ou</i> de la cité : τινος qqn <i>litt.</i> se séparer de qqn par un vote ; <i>Pass.</i> être exclu : [[τοῦ]] πολιτεύματος PLUT être écarté du gouvernement;<br /><b>2</b> absoudre par son vote, acquitter : τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ψηφίζομαι.
}}
}}