Anonymous

ὑγίεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγίειᾰ''': [ῠ], ἡ, καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· [[εἶναι]] γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, [[ὑγεία]], ἡ [[εὐεξία]] καὶ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, «[[ὑγίεια]] ἐστὶ [[συμμετρία]] τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι [[θερμότης]] [[ψυχρότης]] [[ὑγρότης]] [[ξηρότης]]» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ [[νοῦς]] ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχὴν [[ὑγίεια]] Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - [[καθόλου]], [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ [[μετὰ]] τὸ νίψασθαι, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Μειλανίωνι» 1, πρβλ. Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 3 (Ὕμνος εἰς Ὑγίειαν παρ’ Ἀθην. 702).
|lstext='''ὑγίειᾰ''': [ῠ], ἡ, καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· [[εἶναι]] γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, [[ὑγεία]], ἡ [[εὐεξία]] καὶ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, «[[ὑγίεια]] ἐστὶ [[συμμετρία]] τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι [[θερμότης]] [[ψυχρότης]] [[ὑγρότης]] [[ξηρότης]]» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ [[νοῦς]] ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχὴν [[ὑγίεια]] Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - [[καθόλου]], [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ [[μετὰ]] τὸ νίψασθαι, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Μειλανίωνι» 1, πρβλ. Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 3 (Ὕμνος εἰς Ὑγίειαν παρ’ Ἀθην. 702).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> santé, bonne santé;<br /><b>2</b> guérison.<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]].
}}
}}