Anonymous

σανδαράκινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
|lstext='''σανδᾰράκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - [[ὡσαύτως]] σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un rouge arsenic.<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
}}
}}