Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βομβυλιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βομβῠλιός''': ἢ -ύλιος, ὁ, ἔντομον βομβοῦν, [[μέλισσα]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 107, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 2 καὶ 43, 1· [[κώνωψ]], Ἡσύχ. 2) τὸ [[ἔμβρυον]] ἢ ἡ χρυσαλλὶς τοῦ μεταξοσκώληκος (διάφ. γραφ. [[βομβυλίς]]) Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 10· ἴδε Schneid. τόμ. 3. σ. 372. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] στενόλαιμον, τὸ ὁποῖον παράγει ἦχον κατὰ τὴν ἔκχυσιν τοῦ ἐν αὐτῷ ὕδατος, Ἱππ. 494. 55, ἴδε Ἀθήν. 784C, Α. Β. 220. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἐτυμ. Μ. 380).
|lstext='''βομβῠλιός''': ἢ -ύλιος, ὁ, ἔντομον βομβοῦν, [[μέλισσα]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 107, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 2 καὶ 43, 1· [[κώνωψ]], Ἡσύχ. 2) τὸ [[ἔμβρυον]] ἢ ἡ χρυσαλλὶς τοῦ μεταξοσκώληκος (διάφ. γραφ. [[βομβυλίς]]) Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 10· ἴδε Schneid. τόμ. 3. σ. 372. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] στενόλαιμον, τὸ ὁποῖον παράγει ἦχον κατὰ τὴν ἔκχυσιν τοῦ ἐν αὐτῷ ὕδατος, Ἱππ. 494. 55, ἴδε Ἀθήν. 784C, Α. Β. 220. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἐτυμ. Μ. 380).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tout insecte bourdonnant (abeille, bourdon, mouche, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[βόμβος]].
}}
}}