Anonymous

χήρειος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χήρειος''': -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.
|lstext='''χήρειος''': -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de veuf, de veuve.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
}}