3,274,399
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχένδῡλα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, [[ἴσως]] [[λαβίς]], «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν). | |lstext='''σχένδῡλα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, [[ἴσως]] [[λαβίς]], «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de tenailles de charpentier.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]]. | |||
}} | }} |