Anonymous

σχένδυλα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχένδῡλα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, [[ἴσως]] [[λαβίς]], «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν).
|lstext='''σχένδῡλα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, [[ἴσως]] [[λαβίς]], «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de tenailles de charpentier.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]].
}}
}}