Anonymous

δολιχόσκιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δολῐχόσκῐος''': -ον, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔγχος]], Ἰλ. Γ. 346. κτλ.· ἀντὶ τοῦ δολιχόσχιος ([[ὄσχος]]), ἔχον μακρὸν [[ξύλον]] (κοντάρι), πιθανώτερον εἶνε τὸ δολιχόσκιος ([[σκιά]]). [[ἔγχος]], τὸ ῥῖπτον μακρὰν σκιάν· - παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γενικ. = [[μακρός]], οὐρὴ Ὀππ. Κ. 1. 411· ἰὸς Νόνν. Δ. 2. 612, κτλ.
|lstext='''δολῐχόσκῐος''': -ον, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔγχος]], Ἰλ. Γ. 346. κτλ.· ἀντὶ τοῦ δολιχόσχιος ([[ὄσχος]]), ἔχον μακρὸν [[ξύλον]] (κοντάρι), πιθανώτερον εἶνε τὸ δολιχόσκιος ([[σκιά]]). [[ἔγχος]], τὸ ῥῖπτον μακρὰν σκιάν· - παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γενικ. = [[μακρός]], οὐρὴ Ὀππ. Κ. 1. 411· ἰὸς Νόνν. Δ. 2. 612, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui projette son ombre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[σκιά]].
}}
}}