Anonymous

πρεμνίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρεμνίζω''': [[ἐκπρεμνίζω]], [[ἐκριζόω]], κοινῶς «ξεριζώνω» ἐπὶ δένδρου, ἐξορύττω αὐτὸ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Λατ. excodicare, Μάρτυρ. παρὰ Δημ. 1074. 13, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146. ― [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρεμνίζειν· καταβάλλειν τὰ πρέμνα· [[τουτέστι]] τὰ παχέα καὶ μεγάλα ξύλα»· ― πρεμνιάζω, «πρεμνιάσαι· ἐκριζῶσαι» Ἡσύχ.
|lstext='''πρεμνίζω''': [[ἐκπρεμνίζω]], [[ἐκριζόω]], κοινῶς «ξεριζώνω» ἐπὶ δένδρου, ἐξορύττω αὐτὸ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Λατ. excodicare, Μάρτυρ. παρὰ Δημ. 1074. 13, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 146. ― [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρεμνίζειν· καταβάλλειν τὰ πρέμνα· [[τουτέστι]] τὰ παχέα καὶ μεγάλα ξύλα»· ― πρεμνιάζω, «πρεμνιάσαι· ἐκριζῶσαι» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=arracher avec le tronc, déraciner.<br />'''Étymologie:''' [[πρέμνον]].
}}
}}