Anonymous

ἀργέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργέω''': μέλλ. -ήσω ([[ἀργός]], [[ἀεργός]]), [[μένω]], διατελῶ [[ἀργός]], οὐδὲν [[πράττω]], Ἱππ. Μοχλ. 854, Σοφ. Ἀποσπ. 742, Εὐρ. Φοίν. 625, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, Πλάτ. κλ.˙ οἱ ἀργοῦντες, οἱ ἀργοί, οἱ μηδὲν πράττοντες, Σοφ. Ἀποσπ. 1. 288˙ γῆ ἀργοῦσα, διατελοῦσα [[ἀκαλλιέργητος]], [[χέρσος]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11˙ ἀργεῖ τὸ [[ἐργαστήριον]], δὲν εὑρίσκεται ἐν ἐνεργείᾳ, ἀντίθ. τῷ ἐνεργόν ἐστι, Δημ. 819. 17: [[σχολάζω]], ἀναπαύομαι, δὲν ἐνεργῶ, νυκτὸς δὲ τῆς ὄψεως ἀργούσης Ἀριστ. Πρβλ. 11. 33, 4: - [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ἂν οὖν κομίσας ὁ γεωργὸς εἰς τὴν ἀγοράν τι ὧν ποιεῖ ἤ τις [[ἄλλος]] τῶν δημιουργῶν μὴ εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον ἥκῃ τοῖς δεομένοις τὰ παρ’ [[αὐτοῦ]] ἀλλάξασθαι, ἀργήσει τῆς [[ἑαυτοῦ]] δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ; θὰ ἀφήσῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ θὰ κάθηται νὰ περιμένῃ ἀργὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ; Πλάτ. Πολ. 371C. ΙΙ. Παθ., [[μένω]] ἀνεκτέλεστος, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3: [[μένω]] [[ἀνόνητος]], [[ἀλυσιτελής]], ὁ αὐτ. Ἱερ. 9. 9.
|lstext='''ἀργέω''': μέλλ. -ήσω ([[ἀργός]], [[ἀεργός]]), [[μένω]], διατελῶ [[ἀργός]], οὐδὲν [[πράττω]], Ἱππ. Μοχλ. 854, Σοφ. Ἀποσπ. 742, Εὐρ. Φοίν. 625, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, Πλάτ. κλ.˙ οἱ ἀργοῦντες, οἱ ἀργοί, οἱ μηδὲν πράττοντες, Σοφ. Ἀποσπ. 1. 288˙ γῆ ἀργοῦσα, διατελοῦσα [[ἀκαλλιέργητος]], [[χέρσος]], Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11˙ ἀργεῖ τὸ [[ἐργαστήριον]], δὲν εὑρίσκεται ἐν ἐνεργείᾳ, ἀντίθ. τῷ ἐνεργόν ἐστι, Δημ. 819. 17: [[σχολάζω]], ἀναπαύομαι, δὲν ἐνεργῶ, νυκτὸς δὲ τῆς ὄψεως ἀργούσης Ἀριστ. Πρβλ. 11. 33, 4: - [[μετὰ]] γεν. πράγματος, ἂν οὖν κομίσας ὁ γεωργὸς εἰς τὴν ἀγοράν τι ὧν ποιεῖ ἤ τις [[ἄλλος]] τῶν δημιουργῶν μὴ εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον ἥκῃ τοῖς δεομένοις τὰ παρ’ [[αὐτοῦ]] ἀλλάξασθαι, ἀργήσει τῆς [[ἑαυτοῦ]] δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ; θὰ ἀφήσῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ θὰ κάθηται νὰ περιμένῃ ἀργὸς ἐν τῇ ἀγορᾷ; Πλάτ. Πολ. 371C. ΙΙ. Παθ., [[μένω]] ἀνεκτέλεστος, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3: [[μένω]] [[ἀνόνητος]], [[ἀλυσιτελής]], ὁ αὐτ. Ἱερ. 9. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ne pas travailler, ne rien faire ; [[γῆ]] ἀργοῦσα XÉN terre inactive, en jachère ; <i>Pass.</i> être négligé ; être stérile.<br />'''Étymologie:''' contr. de ἀεργέω, de [[ἀργός]]².
}}
}}