Anonymous

διαχειρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχειρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -ἔχω ἀνὰ χεῖρας, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], πράγματα, χρήματα, Ἀνδοκ. 21. 43., 19. 13, πρβλ. Λυσ. 115. 16., 156. 13· αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· -[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 638. 42, κτλ. -Παθ., Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρας ἐπί τινα, [[φονεύω]], Πολύβ. 8. 23, 8, Πλούτ. 2. 220B.
|lstext='''διαχειρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -ἔχω ἀνὰ χεῖρας, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], πράγματα, χρήματα, Ἀνδοκ. 21. 43., 19. 13, πρβλ. Λυσ. 115. 16., 156. 13· αἱ ἀρχαὶ δ. πολλὰ τῶν κοινῶν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16· -[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 638. 42, κτλ. -Παθ., Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρας ἐπί τινα, [[φονεύω]], Πολύβ. 8. 23, 8, Πλούτ. 2. 220B.
}}
{{bailly
|btext=avoir <i>ou</i> prendre en main, manier, gérer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαχειρίζομαι;<br /><b>1</b> manier, traiter, soigner, acc.;<br /><b>2</b> porter la main sur, tuer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χειρίζω]].
}}
}}