Anonymous

δενδρήεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δενδρήεις''': εσσα, εν, [[δενδρώδης]], [[πλήρης]] δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = [[δενδρικός]], ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς [[δένδρον]], [[πόθος]] Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.
|lstext='''δενδρήεις''': εσσα, εν, [[δενδρώδης]], [[πλήρης]] δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = [[δενδρικός]], ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς [[δένδρον]], [[πόθος]] Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />rempli d’arbres, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[δένδρον]].
}}
}}