Anonymous

κοιλία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[κοῖλος]]) ὡς καὶ νῦν ἡ «κοιλιά», Λατιν. venter, abdomen, Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ., κτλ.· αὕτη διακρίνεται [[ἐνίοτε]] ὡς ἡ [[κάτω]] κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 485, Πλάτ. Τίμ. 73Α, 85Ε, Ἀριστ., κτλ.· ἡ ἄνω κ., δηλ. ὁ [[στόμαχος]] καὶ ἡ περὶ αὐτὸν [[χώρα]], ventriculus, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ [[κοιλία]] μόνον κεῖται [[ἐνίοτε]] ἀντὶ τοῦ στομάχου ὡς καὶ ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ ὅλου πεπτικοῦ συστήματος, ἴδε Bonitz Πίνακ. εἰς Ἀριστ. σελ. 396 κἑξ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] κοιλίας τῶν μηρυκαστικῶν, ἐπὶ τοῦ προλόβου τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8. 2) τὰ [[ἔγκατα]] ἤ [[ἐντόσθια]], Ἡρόδ. 2. 40, 86, 92· καλούμενας [[κοιλία]] κεινὴ (δηλ. κενὴ) ἐν 2. 40, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Schweigh.· ― ἐπὶ ζῴων, κ. ὑεία, «πατσὰ ἐκ κοιλίας χοίρου» (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου vulva), Ἀριστοφ. Ἱππ. 356· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., «πατσᾶς», [[κοιλία]] ἐφθή, [[αὐτόθι]] 160, Πλ. 1169· πρβλ. [[κοιλιοπώλης]]. β) φράσεις: κοιλίαν σκληρὰν ἔχειν, ἐπὶ δυσκοιλίων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Φινεῖ» 1· κατὰ κοιλίαν νοσεῖν Κωμ. Ἀνών. 267· τὴν κ. λύειν, κινεῖν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 40 καὶ 43· αἱ κ. λύονται, ἀναλύονται [[αὐτόθι]] 27, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 20, 4· εὔλυτοί εἰσι Προβλ. 4. 3· ἡ κ. [[ἵσταται]] π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 12, 1· [[οἶνος]] κοιλίας μαλακτικὸς Ἀθήν. 33Β· ἐφεκτικὸς τῆς κ. ὁ αὐτ. 59Β. 3) [[ὡσαύτως]] τὰ περιττώματα, ἡ [[κόπρος]], ἰδίως ἐν τῷ πληθ., κοιλίαι συνεστηκυῖαι, [[κόπρος]] σκληρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κ. ἐφυγραινόμεναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 948· οὕτω, κ. ὑγρὴ ὁ αὐτ. 70C· στερεή, σκληρὴ ὁ αὐτ. 406. 7., 1129Β· κ. καταρρήγνυται, κτλ., ὁ αὐτ.· [[οὔρησις]] καὶ κ. [[ἄχροος]] ὁ αὐτ. 1129C. ΙΙ. πᾶν [[κοίλωμα]] ἐν τῷ σώματι, [[κοιλότης]], ὡς ἐν τοῖς πνεύμοσι, τῷ ἥπατι, τῷ ἐγκεφάλῳ κ. αἱ δεχόμεναι καὶ προπέμπουσαι τὸ [[πνεῦμα]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ἡ δὲ καρδία ἔχει [[τρεῖς]] μὲν κοιλίας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17. 1., 3. 3, 9, κτλ. 2) τὸ [[κοίλωμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827. 3) ὡς τὸ [[γαστήρ]], τὸ [[μέσον]] σαρκῶδες [[μέρος]] τῶν μυῶν, Γαλην. 5. 366F. ΙΙΙ. [[καθόλου]] πᾶν [[κοίλωμα]], πᾶσα [[κοιλότης]] ἐν τῇ γῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 23 καὶ 26, κ.ἀλλ.· ἐν ταῖς νεφέλαις, [[αὐτόθι]] 2. 9, 7, κ.ἀλλ.
|lstext='''κοιλία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[κοῖλος]]) ὡς καὶ νῦν ἡ «κοιλιά», Λατιν. venter, abdomen, Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ., κτλ.· αὕτη διακρίνεται [[ἐνίοτε]] ὡς ἡ [[κάτω]] κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 485, Πλάτ. Τίμ. 73Α, 85Ε, Ἀριστ., κτλ.· ἡ ἄνω κ., δηλ. ὁ [[στόμαχος]] καὶ ἡ περὶ αὐτὸν [[χώρα]], ventriculus, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ [[κοιλία]] μόνον κεῖται [[ἐνίοτε]] ἀντὶ τοῦ στομάχου ὡς καὶ ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ ὅλου πεπτικοῦ συστήματος, ἴδε Bonitz Πίνακ. εἰς Ἀριστ. σελ. 396 κἑξ.· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] κοιλίας τῶν μηρυκαστικῶν, ἐπὶ τοῦ προλόβου τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8. 2) τὰ [[ἔγκατα]] ἤ [[ἐντόσθια]], Ἡρόδ. 2. 40, 86, 92· καλούμενας [[κοιλία]] κεινὴ (δηλ. κενὴ) ἐν 2. 40, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Schweigh.· ― ἐπὶ ζῴων, κ. ὑεία, «πατσὰ ἐκ κοιλίας χοίρου» (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου vulva), Ἀριστοφ. Ἱππ. 356· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., «πατσᾶς», [[κοιλία]] ἐφθή, [[αὐτόθι]] 160, Πλ. 1169· πρβλ. [[κοιλιοπώλης]]. β) φράσεις: κοιλίαν σκληρὰν ἔχειν, ἐπὶ δυσκοιλίων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Φινεῖ» 1· κατὰ κοιλίαν νοσεῖν Κωμ. Ἀνών. 267· τὴν κ. λύειν, κινεῖν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 40 καὶ 43· αἱ κ. λύονται, ἀναλύονται [[αὐτόθι]] 27, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 20, 4· εὔλυτοί εἰσι Προβλ. 4. 3· ἡ κ. [[ἵσταται]] π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 12, 1· [[οἶνος]] κοιλίας μαλακτικὸς Ἀθήν. 33Β· ἐφεκτικὸς τῆς κ. ὁ αὐτ. 59Β. 3) [[ὡσαύτως]] τὰ περιττώματα, ἡ [[κόπρος]], ἰδίως ἐν τῷ πληθ., κοιλίαι συνεστηκυῖαι, [[κόπρος]] σκληρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κ. ἐφυγραινόμεναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 948· οὕτω, κ. ὑγρὴ ὁ αὐτ. 70C· στερεή, σκληρὴ ὁ αὐτ. 406. 7., 1129Β· κ. καταρρήγνυται, κτλ., ὁ αὐτ.· [[οὔρησις]] καὶ κ. [[ἄχροος]] ὁ αὐτ. 1129C. ΙΙ. πᾶν [[κοίλωμα]] ἐν τῷ σώματι, [[κοιλότης]], ὡς ἐν τοῖς πνεύμοσι, τῷ ἥπατι, τῷ ἐγκεφάλῳ κ. αἱ δεχόμεναι καὶ προπέμπουσαι τὸ [[πνεῦμα]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ἡ δὲ καρδία ἔχει [[τρεῖς]] μὲν κοιλίας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17. 1., 3. 3, 9, κτλ. 2) τὸ [[κοίλωμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827. 3) ὡς τὸ [[γαστήρ]], τὸ [[μέσον]] σαρκῶδες [[μέρος]] τῶν μυῶν, Γαλην. 5. 366F. ΙΙΙ. [[καθόλου]] πᾶν [[κοίλωμα]], πᾶσα [[κοιλότης]] ἐν τῇ γῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 23 καὶ 26, κ.ἀλλ.· ἐν ταῖς νεφέλαις, [[αὐτόθι]] 2. 9, 7, κ.ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>propr.</i> cavité, creux ; <i>particul.</i><br /><b>I.</b> cavité du ventre ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> ventre : ἡ [[κάτω]] [[κοιλία]], le bas ventre, l’abdomen ; ἡ [[ἄνω]] [[κοιλία]], <i>ou abs.</i> ἡ [[κοιλία]], l’estomac proprement dit ; <i>particul.</i> estomac des ruminants, jabot des oiseaux;<br /><b>2</b> les intestins;<br /><b>3</b> <i>p. suite</i> selles, déjections du bas-ventre;<br /><b>II.</b> cavités dans diverses parties du corps, <i>particul.</i><br /><b>1</b> boîte crânienne;<br /><b>2</b> cavité des poumons;<br /><b>3</b> ventricule du cœur;<br /><b>4</b> cavité où s’emboîte un os;<br /><b>5</b> partie charnue d’un muscle;<br /><b>6</b> partie intérieure et charnue des doigts;<br /><b>7</b> <i>pl.</i> parties creuses du corps d’un animal mort, carcasse;<br /><b>III.</b> cavité, creux <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[κοῖλος]].
}}
}}