Anonymous

ἡνία: Difference between revisions

From LSJ
432 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνία''': -ων, τά (ἴδε ἐν τέλ.) ἡνίαι, [[χαλινός]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] ἀείποτε ἔχει τοῦτον τὸν οὐδ. πληθ. τύπον, Ἰλ. Ε. 226, Ὀδ. Γ. 483, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95, Πίνδ.· ἐνῷ οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς ἀείποτε χρῶνται τῷ θηλ. τύπῳ [[ἡνία]] (ὃ ἴδε)· ἐξ ἄντυγος [[ἡνία]] τείνας Ἰλ. Ε. 262, 322· κατὰ δ’ [[ἡνία]] τεῖναν [[ὀπίσσω]], ἔσυραν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Τ. 394, πρβλ. Γ. 261. ΙΙ. ἑνικ. [[ἡνίον]], τό, [[χαλινός]], [[Πολυδ]]. Α΄, 148. (Ὑποκορ. κατὰ τύπον καὶ τονισμὸν ὑποδεικνύον οὐσιαστ. ἧνος ἢ ἧνον· ἡ Σανσκρ. [[ῥίζα]] [[εἶναι]] yam (tenere, coërcere), πρβλ. yantr (auriga))
|lstext='''ἡνία''': -ων, τά (ἴδε ἐν τέλ.) ἡνίαι, [[χαλινός]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] ἀείποτε ἔχει τοῦτον τὸν οὐδ. πληθ. τύπον, Ἰλ. Ε. 226, Ὀδ. Γ. 483, κτλ.· [[οὕτως]], Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95, Πίνδ.· ἐνῷ οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς ἀείποτε χρῶνται τῷ θηλ. τύπῳ [[ἡνία]] (ὃ ἴδε)· ἐξ ἄντυγος [[ἡνία]] τείνας Ἰλ. Ε. 262, 322· κατὰ δ’ [[ἡνία]] τεῖναν [[ὀπίσσω]], ἔσυραν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Τ. 394, πρβλ. Γ. 261. ΙΙ. ἑνικ. [[ἡνίον]], τό, [[χαλινός]], [[Πολυδ]]. Α΄, 148. (Ὑποκορ. κατὰ τύπον καὶ τονισμὸν ὑποδεικνύον οὐσιαστ. ἧνος ἢ ἧνον· ἡ Σανσκρ. [[ῥίζα]] [[εἶναι]] yam (tenere, coërcere), πρβλ. yantr (auriga))
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ων ([[τά]]) :<br />v. [[ἡνίον]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />bride, rêne : ἡνίας [[ἐπισχεῖν]] SOPH retenir les rênes ; ἐφ’ ἡνίαν, de droite à gauche, sur la gauche ; <i>fig.</i> [[τὰς]] ἡνίας τινὶ ἀνιέναι PLUT lâcher la bride à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse.
}}
}}