Anonymous

ἄφυκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφυκτος''': -ον, ([[φεύγω]]) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, [[θάνατος]] Σιμωνίδ. 54· [[χείρ]], γυιοπέδαι Πινδ. Ι. 8 (7), 140, Π. 2. 80· ὅμμα Αἰσχύλ. Πρ. 903. 1016· ἄφ. κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἠλ. 1388· ἐπὶ βέλους. Λατ. certa, sagitta, ὁ αὐτ. Φ. 105, Τρ. 265, Εὐρ. Μήδ. 634: ― ἐπὶ ζητήματος ἤ ἐρωτήσεως ἀνεπιδέκτου ὑπεκφυγῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 14· ἄφυκτα ἐρωτᾶν Πλάτ. Εὐθύφρ. 276Ε: ― Ἐπίρρ. -τως Λυκ. 493, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνίκανος]] νὰ διαφύγῃ ἤ ἐκφύγῃ, ἔχω λαβὼν ἄφυκτον Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 784 ὁ Δινδ. προτείνει ἄθικτον. ― Ἐν τοῖς χειρογρ. [[συχνάκις]] γράφεται [[ἄφευκτος]], Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 20· [[οὕτως]], [[ἄφευκτος]] [[ἀνάγκη]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5820. 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 726.
|lstext='''ἄφυκτος''': -ον, ([[φεύγω]]) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, [[θάνατος]] Σιμωνίδ. 54· [[χείρ]], γυιοπέδαι Πινδ. Ι. 8 (7), 140, Π. 2. 80· ὅμμα Αἰσχύλ. Πρ. 903. 1016· ἄφ. κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἠλ. 1388· ἐπὶ βέλους. Λατ. certa, sagitta, ὁ αὐτ. Φ. 105, Τρ. 265, Εὐρ. Μήδ. 634: ― ἐπὶ ζητήματος ἤ ἐρωτήσεως ἀνεπιδέκτου ὑπεκφυγῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 14· ἄφυκτα ἐρωτᾶν Πλάτ. Εὐθύφρ. 276Ε: ― Ἐπίρρ. -τως Λυκ. 493, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἀνίκανος]] νὰ διαφύγῃ ἤ ἐκφύγῃ, ἔχω λαβὼν ἄφυκτον Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 784 ὁ Δινδ. προτείνει ἄθικτον. ― Ἐν τοῖς χειρογρ. [[συχνάκις]] γράφεται [[ἄφευκτος]], Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 20· [[οὕτως]], [[ἄφευκτος]] [[ἀνάγκη]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5820. 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 726.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on ne peut fuir, inévitable ; κύνες ἄφυκτοι SOPH les chiennes auxquelles on ne peut échapper (les Érinyes);<br /><b>2</b> d’où l’on ne peut s’échapper;<br /><b>II.</b> qui ne peut fuir <i>ou</i> s’échapper.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φεύγω]].
}}
}}