Anonymous

ἐντάφιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντάφιος''': ᾰ, ον, ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ταφήν, Διον. Ἁλ. 2. 67. ΙΙ. ὡς οὐσ. 1) ἐντάφιον, τό, [[σάβανον]], ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ’ εὐρὼς [[οὔτε]]... ἀμαυρώσει [[χρόνος]] Σιμωνίδ. 5· καλὸν ἐντάφιον ἡ τυραννὶς Ἰσοκρ. 125Α· ὁ [[πλοῦτος]] οὐκ ἐμὸν ἐντάφιον Ἀνθ. Π. 9. 294, πρβλ. Πολύβ. 15. 10, 3· μηδ’ ἐντάφια καταλιπόντι, χρήματα πρὸς ταφήν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 27. 2) ἐντάφια (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, προσφοραὶ εἰς τοὺς νεκρούς, [[κτερίσματα]], Σοφ. Ἠλ. 362, Ἰσαῖος 77. 15, Ἑλλ. Ἐπιγράγμ. 313. 13.
|lstext='''ἐντάφιος''': ᾰ, ον, ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ταφήν, Διον. Ἁλ. 2. 67. ΙΙ. ὡς οὐσ. 1) ἐντάφιον, τό, [[σάβανον]], ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ’ εὐρὼς [[οὔτε]]... ἀμαυρώσει [[χρόνος]] Σιμωνίδ. 5· καλὸν ἐντάφιον ἡ τυραννὶς Ἰσοκρ. 125Α· ὁ [[πλοῦτος]] οὐκ ἐμὸν ἐντάφιον Ἀνθ. Π. 9. 294, πρβλ. Πολύβ. 15. 10, 3· μηδ’ ἐντάφια καταλιπόντι, χρήματα πρὸς ταφήν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 27. 2) ἐντάφια (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, προσφοραὶ εἰς τοὺς νεκρούς, [[κτερίσματα]], Σοφ. Ἠλ. 362, Ἰσαῖος 77. 15, Ἑλλ. Ἐπιγράγμ. 313. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>adj.</i> qui concerne l’ensevelissement <i>ou</i> les funérailles;<br /><i>subst.</i><br /><b>1</b> τὸ ἐντάφιον linceul;<br /><b>2</b> τὰ ἐντάφια offrande funèbre, sacrifice funèbre ; convoi funèbre ; dépense pour un service funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τάφος]].
}}
}}