Anonymous

ἐπισκευή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκευή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῶν ἱρῶν Ἡρόδ. 2. 174, πρβλ. 175· τῶν τειχῶν Δημ. 329. 5, κτλ.· τὰς ἐπ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Πολύβ. 6. 17, 2. ΙΙ. ὑλικὰ πρὸς ἐπισκευὴν ἢ παρασκευήν, τῶν νεῶν Θουκ. 1. 52· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευὰς Δημ. 819. 25· χορηγίας καὶ ἐπ. Πολύβ. 1. 72, 3, πρβλ. 11. 9, 1.
|lstext='''ἐπισκευή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῶν ἱρῶν Ἡρόδ. 2. 174, πρβλ. 175· τῶν τειχῶν Δημ. 329. 5, κτλ.· τὰς ἐπ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Πολύβ. 6. 17, 2. ΙΙ. ὑλικὰ πρὸς ἐπισκευὴν ἢ παρασκευήν, τῶν νεῶν Θουκ. 1. 52· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευὰς Δημ. 819. 25· χορηγίας καὶ ἐπ. Πολύβ. 1. 72, 3, πρβλ. 11. 9, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> restauration, reconstruction (de murs, de temples, <i>etc.</i>) ; radoub d’un navire;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐπισκευαί meubles, instruments, matériel de fabrication.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκευή]].
}}
}}