3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρῶμα''': τό, ([[βιβρώσκω]]) τὸ τρωγόμενον, [[τροφή]], [[φαγητόν]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― [[συχν]]. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ [[καρκινώδης]], Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ. | |lstext='''βρῶμα''': τό, ([[βιβρώσκω]]) τὸ τρωγόμενον, [[τροφή]], [[φαγητόν]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Θουκ. 4. 26 κ. ἀλλ.· μεταφορ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 313· ― [[συχν]]. κατὰ πληθ., Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθ. τῷ ὄψα, Σωσίπατ. Καταψ. 1. 30. ΙΙ. πληγὴ [[καρκινώδης]], Ἱππ. 1131Ε· συναπτόμενον τῷ ἰός, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βαρούχ, Ϛ', 11)· ― ὀπὴ, «κούφωμα» ἐν ὀδόντι, Διοσκ. 1.141 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, aliment (en général cru).<br />'''Étymologie:''' [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |