Anonymous

οὐρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρός''': -οῦ, ὁ, ταφροειδὲς [[ὄρυγμα]] δι’ οὗ ἀνεῖλκον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ καθεῖλκον εἰς τὴν θάλασσαν τὰ πλοῖα, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον, δηλ. οἱ οὐροὶ εἶχον ἐμφραχθῆ διὰ τοῦ χρόνου καὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθῶσι πρὶν ἢ τὸ [[πλοῖον]] καθελκυσθῇ εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς πλοῦν, Ἰλ. Β. 153· παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἡ [[τάφρος]] αὕτη καλεῖται ὀλκός, Δ. 375, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄ 134.
|lstext='''οὐρός''': -οῦ, ὁ, ταφροειδὲς [[ὄρυγμα]] δι’ οὗ ἀνεῖλκον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ καθεῖλκον εἰς τὴν θάλασσαν τὰ πλοῖα, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον, δηλ. οἱ οὐροὶ εἶχον ἐμφραχθῆ διὰ τοῦ χρόνου καὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθῶσι πρὶν ἢ τὸ [[πλοῖον]] καθελκυσθῇ εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς πλοῦν, Ἰλ. Β. 153· παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἡ [[τάφρος]] αὕτη καλεῖται ὀλκός, Δ. 375, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄ 134.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />canal pour traîner les navires du rivage à la mer <i>ou</i> de la mer au rivage.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀρ, creuser ; cf. [[ὀρύσσω]].
}}
}}