Anonymous

ἀπομόργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομόργνῡμι''': μέλλ. -μόρξω: [[ἀπομάσσω]], [[ἀποσπογγίζω]], ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ [[αὐτόθι]] 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα [[αὐτόθι]] 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) [[σπογγίζω]] ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.
|lstext='''ἀπομόργνῡμι''': μέλλ. -μόρξω: [[ἀπομάσσω]], [[ἀποσπογγίζω]], ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ [[αὐτόθι]] 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα [[αὐτόθι]] 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) [[σπογγίζω]] ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire sortir en pressant <i>ou</i> en essuyant : [[αἷμα]] IL étancher du sang;<br /><b>2</b> essuyer, purifier : πρόσωπα IL essuyer le visage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπομόργνυμαι;<br /><b>1</b> ôter en essuyant sur soi, essuyer, acc.;<br /><b>2</b> essuyer sur soi : χερσὶ παρειάς OD essuyer ses joues avec ses mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}