3,274,306
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄπορος), [[ἔλλειψις]] πόρου, [[δυσχέρεια]], [[ὅθεν]] Ι. ἐπὶ τόπων, [[δυσκολία]] διαβάσεως, τὸ δύσβατον, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμηχανία]], [[δυσχέρεια]], καθ’ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Ἡρόδ. 1. 79., 2. 141· ἐν ἀπορίῃ ἢ ἐν ἀπορίῃσι ἔχεσθαι ὁ αὐτ. 9. 98., 4. 131, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 12· ἀπορίῃσι ἐνείχετο Ἡρόδ. 1. 190· ἀπορίην [[παρασχεῖν]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· [[ἀπορία]] τελέθει, μετ’ ἀπαρεμφ., Πινδ. Ν. 7. 154, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 788C· εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀπ. ἐμπίπτων Πλάτ. Θεαίτ. 174C: ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην τοῦ μὴ γιγνώσκειν κτλ. Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 301· ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, τὸ ἀδύνατον τοῦ νὰ μείνῃ τις [[ἥσυχος]], Θουκ. 2. 49· ἀπ. τῆς προσορμίσεως ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Πλάτ. Νόμ. 678. 2) τὸ νὰ μὴ ἔχῃ προνοήσῃ τις [[περί]] τινος πράγματος, νὰ διατελῇ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Μένων 78Ε. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ ἀκοινώνητον ἢ ἀπροσπέλαστον, καταλέγων τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίην (πιθαν. [[ἐνταῦθα]] νὰ σημαίνῃ τὴν ἔνδειαν) Ἡρόδ. 4. 83· τοῦ ἀποκτείναντος Ἀντιφῶν 119. 27. 2) [[ἔλλειψις]] μέσων ἢ εὐκολιῶν, [[δυσχέρεια]], [[ἀμηχανία]], [[ἀμφιβολία]], [[δυσκολία]], Εὐρ. Ἴων 971, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ. 7. 44, 75· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. καὶ Ξενοφ.· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ Αἰσχίν. 33. 30· [[ἀνία]], [[στενοχωρία]], ἀνησυχία, ἐν ἀσθενίᾳ, Ἱππ. 1153Β, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. 3) [[ἀπορία]] τινὸς, [[ἔλλειψις]] προσώπου ἢ πράγματος, σοφῶν ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 806· τροφῆς, χρημάτων κτλ., Θουκ. 1. 11, κτλ.· ἀπώλλυντο… ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος, δι’ ἔλλειψιν ἀνθρώπου [[ὅστις]] νὰ περιποιηθῇ αὐτούς, ὁ αὐτ. 2. 51· [[ἀπορία]] λόγων Πλάτ. Ἀπολ. 38D· κτλ.: ― ἀπολ., [[στέρησις]], [[χρεία]], [[ἔνδεια]], [[πενία]], Θουκ. 1. 123, 4. 32· ἀπ. καὶ [[πενία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ἐν ἀντιθ. πρὸς το [[εὐπορία]], Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8. 4· κατὰ πληθ., Δημ. 386. 15. IV. ἐν τῇ διαλεκτικῇ, [[ἀπορία]], [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] τις, ἀπορίᾳ ἐχόμενος Πλάτ. Πρωτ. 321C, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κ. ἀλλ.· ἔχει τι ἀπορίαν [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 15, 14· αἱ μὲν οὐν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 12· οὐδεμίαν ποιεῖ ἀπ. ὁ αὐτ. Μεταφ. 12. 9, 5, κτλ.· ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν Διόδ. 1. 37, πρβλ. [[ἀπόρημα]]. | |lstext='''ἀπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄπορος), [[ἔλλειψις]] πόρου, [[δυσχέρεια]], [[ὅθεν]] Ι. ἐπὶ τόπων, [[δυσκολία]] διαβάσεως, τὸ δύσβατον, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμηχανία]], [[δυσχέρεια]], καθ’ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Ἡρόδ. 1. 79., 2. 141· ἐν ἀπορίῃ ἢ ἐν ἀπορίῃσι ἔχεσθαι ὁ αὐτ. 9. 98., 4. 131, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 12· ἀπορίῃσι ἐνείχετο Ἡρόδ. 1. 190· ἀπορίην [[παρασχεῖν]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· [[ἀπορία]] τελέθει, μετ’ ἀπαρεμφ., Πινδ. Ν. 7. 154, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 788C· εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀπ. ἐμπίπτων Πλάτ. Θεαίτ. 174C: ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην τοῦ μὴ γιγνώσκειν κτλ. Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 301· ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, τὸ ἀδύνατον τοῦ νὰ μείνῃ τις [[ἥσυχος]], Θουκ. 2. 49· ἀπ. τῆς προσορμίσεως ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Πλάτ. Νόμ. 678. 2) τὸ νὰ μὴ ἔχῃ προνοήσῃ τις [[περί]] τινος πράγματος, νὰ διατελῇ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Μένων 78Ε. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ ἀκοινώνητον ἢ ἀπροσπέλαστον, καταλέγων τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίην (πιθαν. [[ἐνταῦθα]] νὰ σημαίνῃ τὴν ἔνδειαν) Ἡρόδ. 4. 83· τοῦ ἀποκτείναντος Ἀντιφῶν 119. 27. 2) [[ἔλλειψις]] μέσων ἢ εὐκολιῶν, [[δυσχέρεια]], [[ἀμηχανία]], [[ἀμφιβολία]], [[δυσκολία]], Εὐρ. Ἴων 971, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ. 7. 44, 75· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. καὶ Ξενοφ.· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ Αἰσχίν. 33. 30· [[ἀνία]], [[στενοχωρία]], ἀνησυχία, ἐν ἀσθενίᾳ, Ἱππ. 1153Β, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. 3) [[ἀπορία]] τινὸς, [[ἔλλειψις]] προσώπου ἢ πράγματος, σοφῶν ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 806· τροφῆς, χρημάτων κτλ., Θουκ. 1. 11, κτλ.· ἀπώλλυντο… ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος, δι’ ἔλλειψιν ἀνθρώπου [[ὅστις]] νὰ περιποιηθῇ αὐτούς, ὁ αὐτ. 2. 51· [[ἀπορία]] λόγων Πλάτ. Ἀπολ. 38D· κτλ.: ― ἀπολ., [[στέρησις]], [[χρεία]], [[ἔνδεια]], [[πενία]], Θουκ. 1. 123, 4. 32· ἀπ. καὶ [[πενία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ἐν ἀντιθ. πρὸς το [[εὐπορία]], Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8. 4· κατὰ πληθ., Δημ. 386. 15. IV. ἐν τῇ διαλεκτικῇ, [[ἀπορία]], [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] τις, ἀπορίᾳ ἐχόμενος Πλάτ. Πρωτ. 321C, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κ. ἀλλ.· ἔχει τι ἀπορίαν [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 15, 14· αἱ μὲν οὐν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 12· οὐδεμίαν ποιεῖ ἀπ. ὁ αὐτ. Μεταφ. 12. 9, 5, κτλ.· ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν Διόδ. 1. 37, πρβλ. [[ἀπόρημα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> difficulté de passer;<br /><b>II.</b> manque de ressources :<br /><b>1</b> manque, privation <i>en gén.</i> : τροφῆς THC manque de nourriture ; ἀπώλλυντο ἀπορίᾳ [[τοῦ]] θεραπεύοντος THC ils périssaient faute de qqn pour les soigner;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> besoin, indigence, pauvreté;<br /><b>3</b> embarras, difficulté : [[ἐς]] ἀπορίην <i>(ion.)</i> πολλὴν [[ἀπιγμένος]] HDT réduit à un extrême embarras ; ἀπορίας [[ὕπο]] EUR par suite de l’embarras où l’on est ; ἀπ. [[τοῦ]] μὴ ἡσυχάζειν THC impossibilité de rester tranquille.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπορος]]. | |||
}} | }} |