Anonymous

ἀποστυγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστῠγέω''': μέλλ. -στύξω: ἀόρ. α΄ -εστύγησα Σοφ. Ο. Κ. 692· [[ὡσαύτως]] -έστυξα Ὀππ. Ἁλ. 4. 370: ἀόρ. β΄ ἀπέστῠγον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 223: πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ. -εστύγηκα Ἡρόδ. 2. 47: μισῶ σφοδρῶς, ἀποστρέφομαι, βδελύττομαι εἰς [[ἄκρον]], Ἡρόδ. 2. 47, Σοφ. Ο. Κ. 186, 692, Εὐρ. Ἴων 488· πάντες δ’ ἀπεστύγεον [[ὕδωρ]] (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν [[οἶνον]]) Μελανιππίδης 4: μετ’ ἀπαρ., ἀπ. γαμβρὸν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδην Ἡρόδ. 6. 129.
|lstext='''ἀποστῠγέω''': μέλλ. -στύξω: ἀόρ. α΄ -εστύγησα Σοφ. Ο. Κ. 692· [[ὡσαύτως]] -έστυξα Ὀππ. Ἁλ. 4. 370: ἀόρ. β΄ ἀπέστῠγον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 223: πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ. -εστύγηκα Ἡρόδ. 2. 47: μισῶ σφοδρῶς, ἀποστρέφομαι, βδελύττομαι εἰς [[ἄκρον]], Ἡρόδ. 2. 47, Σοφ. Ο. Κ. 186, 692, Εὐρ. Ἴων 488· πάντες δ’ ἀπεστύγεον [[ὕδωρ]] (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν [[οἶνον]]) Μελανιππίδης 4: μετ’ ἀπαρ., ἀπ. γαμβρὸν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδην Ἡρόδ. 6. 129.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπεστύγησα, <i>pf.</i> ἀπεστύγηκα;<br />s’éloigner avec horreur de, repousser avec horreur, abhorrer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στυγέω]].
}}
}}