3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτακτέω''': ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ [[εὐτακτέω]], Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, [[διάγω]] βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, [[ἀκατάστατος]], Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· [[μετὰ]] γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ. | |lstext='''ἀτακτέω''': ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ [[εὐτακτέω]], Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, [[διάγω]] βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, [[ἀκατάστατος]], Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· [[μετὰ]] γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀτακτήσω;<br /><b>1</b> ne pas garder son poste, être indiscipliné ; <i>fig.</i> ἀ. τῆς πατρίου ἀγωγῆς PLUT déserter le genre de vie de ses pères;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se livrer au désordre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτακτος]]. | |||
}} | }} |