Anonymous

ἀστήρικτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστήρικτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων [[στήριγμα]], ὁ μὴ [[σταθερός]], [[ἀσταθής]], [[ἀνερμάτιστος]], Ἀνθ. Π. 6. 203, Λογγῖν. 2. 2, Καιν. Διαθ.
|lstext='''ἀστήρικτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων [[στήριγμα]], ὁ μὴ [[σταθερός]], [[ἀσταθής]], [[ἀνερμάτιστος]], Ἀνθ. Π. 6. 203, Λογγῖν. 2. 2, Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non soutenu, sans appui.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στηρίζω]].
}}
}}