Anonymous

ἀτιμαγέλης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτῑμᾰγέλης''': -ου, ὁ, ([[ἀγέλη]]) «ὁ [[ἀποστάτης]] τῆς ἀγέλης [[ταῦρος]], οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 459, 31 (Σοφ. Ἀποσπ. 850), Θεόκρ. 25. 132, Ἀνθ. Π. 6, 255· - «ἀτιμαγέλου, μὴ συναγελαζομένου» Σουΐδ.
|lstext='''ἀτῑμᾰγέλης''': -ου, ὁ, ([[ἀγέλη]]) «ὁ [[ἀποστάτης]] τῆς ἀγέλης [[ταῦρος]], οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 459, 31 (Σοφ. Ἀποσπ. 850), Θεόκρ. 25. 132, Ἀνθ. Π. 6, 255· - «ἀτιμαγέλου, μὴ συναγελαζομένου» Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui abandonne le troupeau par dédain, qui paît solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτιμος]], [[ἀγέλη]].
}}
}}