Anonymous

ἀφορίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[τίθημι]] ὅρους, ὁροθετῶ, [[ὁρίζω]] τὰ ὅρια μέρους τινός, ἐξελόντας τὸ [[ὄρος]] τῷ θεῷ καὶ ἀφορίσαντας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 30· [[οὐσία]] ἀφωρισμένη, ὑποθηκευμένη, Δημ. 1202. 21: - Μέσ., ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κυριεύω]], χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι Ἰσοκρ. 106D· καὶ μεταφ., κτῶμαι, ἀφ. τιμὰς Εὐρ. Ἄλκ. 31: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἡ ὑπό τινος ἀφορισθεῖσα [[χώρα]] Ἰσοκρ. 48Α. β) ἔχω ὡς σύνορον, ἐν ἀριστερᾷ ἀφ. τὸν Ἀσωπὸν Πλάτ. Κριτίας 110Ε. 2) [[ὁρίζω]], δίδω ὁρισμὸν ἔν τε τῷ ἐνεργ. καὶ τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Σοφ. 240C, Πολιτικ. 280C· ἀφορίζεσθαι [[περί]] τινος, παρέχειν ὡρισμένας προτάσεις [[περί]] τινος ὑποθέσεως, ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Ε· [[χρόνος]] ἀφωρισμένος, ὡρισμένος, ὁ αὐτ. Νόμ. 785Β· ἀφωρισμένα, ὡρισμέναι ὑποθέσεις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7: - μετοχ. ἀφορίσας, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐπιρρ. [[ἀφωρισμένως]], [[ὡρισμένως]], Δημ. 778. 27: - ἀπολ., ὁμιλῶ δι’ ἀφορισμῶν, [[ἤτοι]] διὰ βραχειῶν περιληπτικῶν προτάσεων, Συνέσ. 255Β. 3) [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], [[διακρίνω]], Πλάτ. Πολ. 501D, κ. ἀλλ.· πληρέστερον, ἀφ. χωρὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 2· ἀφ. τί τινος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298D· ἱππέων ἕδρας ἀπὸ τῶν ἄλλων Δίων Κ. 36. 25: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Σοφ. 227C, Νόμ. 643Ε: - Παθ., ἀφορίζεσθαί τινος ἢ ἀπό τινος ὁ αὐτ. Σοφ. 229C, Συμπ. 205C. κτλ.· ἀπολ., ὅροι ἀφωρισμένοι, διακεκριμένα ὅρια, ὁ αὐτ. Κριτίας 110D· [[ἐπιστήμη]] ἀφωρισμένη Ἀριστ. Πολ. 1. 1, 1. 4) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, Πολύβ. 2. 71, 10. 5) [[παρέχω]] ὡς ἰδιαίτερον [[δῶρον]], τᾷ [[κάλλος]] ἀφώρισε [[Κύπρις]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 244. 3. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) [[ἐξορίζω]], ἐν τμήσει, καί μ’ ἀπὸ γᾶς ὥρισε Εὐρ. Ἑκ. 940. 2) [[ἀποχωρίζω]], Πράξ. Ἀποστ. 19. 9, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Τίμ. 24Α· ἔκ τινων ἀφωρισμένων, ἐξ ὡρισμένης τινὸς τάξεως ἀνθρώπων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 1· τὴν ἐριστικὴν τέχνην ἀφωρισμένος, ἀφωρισμένος ἑαυτῷ, ἔχων αὐτὴν ὡς [[ἐπάγγελμα]], Πλάτ. Σοφ. 231Ε. β) [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς κοινωνίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ΄, 22 Ἐκκλ. γ) [[ἀποχωρίζω]] διά τι [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]], Πράξ. Ἀπ. ιγ΄, 2. πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄ 1, π. Γαλάτ. α΄, 15· ἀφωρισμένος πρὸς τὰς θυσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 20.
|lstext='''ἀφορίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[τίθημι]] ὅρους, ὁροθετῶ, [[ὁρίζω]] τὰ ὅρια μέρους τινός, ἐξελόντας τὸ [[ὄρος]] τῷ θεῷ καὶ ἀφορίσαντας Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 30· [[οὐσία]] ἀφωρισμένη, ὑποθηκευμένη, Δημ. 1202. 21: - Μέσ., ἀποσπῶ, [[ἀποχωρίζω]] δι’ ἐμαυτόν, [[κυριεύω]], χώραν ὅτι πλείστην ἀφορίσασθαι Ἰσοκρ. 106D· καὶ μεταφ., κτῶμαι, ἀφ. τιμὰς Εὐρ. Ἄλκ. 31: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἡ ὑπό τινος ἀφορισθεῖσα [[χώρα]] Ἰσοκρ. 48Α. β) ἔχω ὡς σύνορον, ἐν ἀριστερᾷ ἀφ. τὸν Ἀσωπὸν Πλάτ. Κριτίας 110Ε. 2) [[ὁρίζω]], δίδω ὁρισμὸν ἔν τε τῷ ἐνεργ. καὶ τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Σοφ. 240C, Πολιτικ. 280C· ἀφορίζεσθαι [[περί]] τινος, παρέχειν ὡρισμένας προτάσεις [[περί]] τινος ὑποθέσεως, ὁ αὐτ. Χαρμ. 173Ε· [[χρόνος]] ἀφωρισμένος, ὡρισμένος, ὁ αὐτ. Νόμ. 785Β· ἀφωρισμένα, ὡρισμέναι ὑποθέσεις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7: - μετοχ. ἀφορίσας, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐπιρρ. [[ἀφωρισμένως]], [[ὡρισμένως]], Δημ. 778. 27: - ἀπολ., ὁμιλῶ δι’ ἀφορισμῶν, [[ἤτοι]] διὰ βραχειῶν περιληπτικῶν προτάσεων, Συνέσ. 255Β. 3) [[ἀποκόπτω]], [[ἀποχωρίζω]], [[διακρίνω]], Πλάτ. Πολ. 501D, κ. ἀλλ.· πληρέστερον, ἀφ. χωρὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 2· ἀφ. τί τινος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298D· ἱππέων ἕδρας ἀπὸ τῶν ἄλλων Δίων Κ. 36. 25: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Σοφ. 227C, Νόμ. 643Ε: - Παθ., ἀφορίζεσθαί τινος ἢ ἀπό τινος ὁ αὐτ. Σοφ. 229C, Συμπ. 205C. κτλ.· ἀπολ., ὅροι ἀφωρισμένοι, διακεκριμένα ὅρια, ὁ αὐτ. Κριτίας 110D· [[ἐπιστήμη]] ἀφωρισμένη Ἀριστ. Πολ. 1. 1, 1. 4) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, Πολύβ. 2. 71, 10. 5) [[παρέχω]] ὡς ἰδιαίτερον [[δῶρον]], τᾷ [[κάλλος]] ἀφώρισε [[Κύπρις]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 244. 3. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) [[ἐξορίζω]], ἐν τμήσει, καί μ’ ἀπὸ γᾶς ὥρισε Εὐρ. Ἑκ. 940. 2) [[ἀποχωρίζω]], Πράξ. Ἀποστ. 19. 9, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Τίμ. 24Α· ἔκ τινων ἀφωρισμένων, ἐξ ὡρισμένης τινὸς τάξεως ἀνθρώπων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 1· τὴν ἐριστικὴν τέχνην ἀφωρισμένος, ἀφωρισμένος ἑαυτῷ, ἔχων αὐτὴν ὡς [[ἐπάγγελμα]], Πλάτ. Σοφ. 231Ε. β) [[ἀποχωρίζω]], [[ἀποβάλλω]] ἐκ τῆς κοινωνίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Ϛ΄, 22 Ἐκκλ. γ) [[ἀποχωρίζω]] διά τι [[ἀξίωμα]] ἢ [[ὑπούργημα]], Πράξ. Ἀπ. ιγ΄, 2. πρβλ. Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄ 1, π. Γαλάτ. α΄, 15· ἀφωρισμένος πρὸς τὰς θυσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀφοριῶ, <i>ao.</i> ἀφώρισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀφωρίσθην, <i>pf.</i> ἀφώρισμαι;<br /><b>1</b> délimiter : χώραν PLAT un pays;<br /><b>2</b> exclure, chasser : τινα ἀπὸ γᾶς EUR bannir qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀφορίζομαι (<i>ao.</i> ἀφωρισάμην);<br /><b>I.</b> délimiter :<br /><b>1</b> délimiter (pour soi) : χώραν ISOCR un pays, <i>càd</i> se l’approprier;<br /><b>2</b> mener à terme, terminer;<br /><b>II.</b> écarter : τιμάς τινος EUR refuser à qqn des honneurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρίζω]].
}}
}}