Anonymous

εἰδωλολάτρης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδωλολάτρης''': -ου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.
|lstext='''εἰδωλολάτρης''': -ου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />idolâtre.<br />'''Étymologie:''' [[εἴδωλον]], [[λατρεύω]].
}}
}}