Anonymous

ἀφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφροσύνη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄφρων]]) [[ἔλλειψις]] φρονήσεως, [[ἀνοησία]], ἀπερισκεψία, [[μωρία]], Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ [[σωφροσύνη]] ἢ [[σοφία]], Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.
|lstext='''ἀφροσύνη''': [ῠ], ἡ, ([[ἄφρων]]) [[ἔλλειψις]] φρονήσεως, [[ἀνοησία]], ἀπερισκεψία, [[μωρία]], Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ [[σωφροσύνη]] ἢ [[σοφία]], Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />démence, folie ; [[αἱ]] ἀφροσύναι actes de folies, paroles <i>ou</i> actions déraisonnables.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφρων]].
}}
}}