βιαρκής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιαρκής''': -ές, ([[βίος]], [[ἀρκέω]]) ὁ παρέχων τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, ἐπαρκῶν εἰς τὰ τοῦ βίου, Ἀνθ. Π. 6. 179.
|lstext='''βιαρκής''': -ές, ([[βίος]], [[ἀρκέω]]) ὁ παρέχων τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, ἐπαρκῶν εἰς τὰ τοῦ βίου, Ἀνθ. Π. 6. 179.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui suffit aux besoins de la vie.<br />'''Étymologie:''' [[βίος]], [[ἀρκέω]].
}}
}}