Anonymous

βδελυγμία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βδελυγμία''': ἡ, [[ἀηδία]], [[σικχασία]], «[[ναυτία]] κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) [[ἀκαθαρσία]], ἀηδὲς [[πρᾶγμα]]. Ἱππ. 883D.
|lstext='''βδελυγμία''': ἡ, [[ἀηδία]], [[σικχασία]], «[[ναυτία]] κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) [[ἀκαθαρσία]], ἀηδὲς [[πρᾶγμα]]. Ἱππ. 883D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de mer, nausée.<br />'''Étymologie:''' [[βδελύσσομαι]].
}}
}}