Anonymous

βούβαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούβᾰλος''': ὁ, πιθ. = βούβαλις, [[διότι]] συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
|lstext='''βούβᾰλος''': ὁ, πιθ. = βούβαλις, [[διότι]] συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />buffle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[βοῦς]].
}}
}}