Anonymous

ἀρτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτίζω''': μέλλ. -ίσω (*ἄρω) κοσμῶ, [[παρασκευάζω]], Ἀνθ. Π. 10. 25· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ., χορὸν ἀρτίζοντο Θεόκρ. 13. 43, πρβλ. Διοδ. 14. 20. - Παθ., [[πρός]] τι Συλλ. Ἐπιγρ. 3601. 9, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 208.
|lstext='''ἀρτίζω''': μέλλ. -ίσω (*ἄρω) κοσμῶ, [[παρασκευάζω]], Ἀνθ. Π. 10. 25· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ., χορὸν ἀρτίζοντο Θεόκρ. 13. 43, πρβλ. Διοδ. 14. 20. - Παθ., [[πρός]] τι Συλλ. Ἐπιγρ. 3601. 9, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 208.
}}
{{bailly
|btext=arranger, mettre en état;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀρτίζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἄρτιος]].
}}
}}