Anonymous

διαδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδέχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ., δέχομαί τι ἐξ ἄλλου, Λατ. excipere, δ. λόγον, [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, ὁμιλῶ [[δεύτερος]], Πλάτ. Πολ. 576Β· ([[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ λόγον, Ἡρόδ. 8. 142)· οὕτω, δ. νόμους, τέχνην Ἀντιφῶν 112. 1, Λυσ. 168. 35. 2) δ. τὴν [[ἀρχήν]], διαδέχομαί τινα ἐν τῇ ἀρχῇ ἢ κυβερνήσει, Πολύβ. 2. 4. κτλ. (ἀνθ. οὗ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ [[ἐκδέκομαι]], πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν 26)· τὴν ναῦν δ. τινι, ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. διαδοχὴ Ι), Δημ. 1218. 23 ΙΙ. διαδέχεσθαί τινι, [[γίνομαι]] διάδοχός τινος, [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν του, [[διαδέχομαι]] αὐτὸν (ἐν τῇ φρουρᾷ, κτλ.), Πλάτ. Νόμ. 758Β, Ξεν. Κύρ. 8,. 6, 18· ― βραδύτερον, δ. τινα Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 7, Πολύβ. 17. 3, 6. <br />2) ἀπολ., [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν τινός, τοῖς ἵπποις, δι’ ἀκουράστων ἵππων, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· [[διαδέχομαι]], [[λαμβάνω]] τὸ ἀξίωμά τινος, οἱ διαδεχόμενοι στατηγοὶ Λυσ. 135. 30, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 10· οἱ διαδεξάμενοι, οἱ διάδοχοι (τοῦ Ἀλεξάνδρου), Πολύβ. 9. 34, 11· καὶ ὡς οὐσιαστ., οἱ Πύρρου δ. Ἀππ. Ἰλλυρ. 1· ― μετοχ. παθ. πρκμ., νὺξ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη, κατὰ σειράν, ἀμοιβαίως, Λατ. vicissim, Σοφ. Τρ. 30· οὕτω, διαδεξάμενοι Ἡρόδ. 8. 142, Πρ. Ἀποστ. 7. 45· πρβλ. [[διάδοχος]]. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., = Λατ. subrogare, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 507.
|lstext='''διαδέχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ., δέχομαί τι ἐξ ἄλλου, Λατ. excipere, δ. λόγον, [[λαμβάνω]] τὸν λόγον, ὁμιλῶ [[δεύτερος]], Πλάτ. Πολ. 576Β· ([[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ λόγον, Ἡρόδ. 8. 142)· οὕτω, δ. νόμους, τέχνην Ἀντιφῶν 112. 1, Λυσ. 168. 35. 2) δ. τὴν [[ἀρχήν]], διαδέχομαί τινα ἐν τῇ ἀρχῇ ἢ κυβερνήσει, Πολύβ. 2. 4. κτλ. (ἀνθ. οὗ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ [[ἐκδέκομαι]], πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν 26)· τὴν ναῦν δ. τινι, ἐπὶ τριηράρχου (πρβλ. διαδοχὴ Ι), Δημ. 1218. 23 ΙΙ. διαδέχεσθαί τινι, [[γίνομαι]] διάδοχός τινος, [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν του, [[διαδέχομαι]] αὐτὸν (ἐν τῇ φρουρᾷ, κτλ.), Πλάτ. Νόμ. 758Β, Ξεν. Κύρ. 8,. 6, 18· ― βραδύτερον, δ. τινα Ἀριστ. Πολ. 4. 15, 7, Πολύβ. 17. 3, 6. <br />2) ἀπολ., [[λαμβάνω]] τὴν θέσιν τινός, τοῖς ἵπποις, δι’ ἀκουράστων ἵππων, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· [[διαδέχομαι]], [[λαμβάνω]] τὸ ἀξίωμά τινος, οἱ διαδεχόμενοι στατηγοὶ Λυσ. 135. 30, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 10· οἱ διαδεξάμενοι, οἱ διάδοχοι (τοῦ Ἀλεξάνδρου), Πολύβ. 9. 34, 11· καὶ ὡς οὐσιαστ., οἱ Πύρρου δ. Ἀππ. Ἰλλυρ. 1· ― μετοχ. παθ. πρκμ., νὺξ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη, κατὰ σειράν, ἀμοιβαίως, Λατ. vicissim, Σοφ. Τρ. 30· οὕτω, διαδεξάμενοι Ἡρόδ. 8. 142, Πρ. Ἀποστ. 7. 45· πρβλ. [[διάδοχος]]. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., = Λατ. subrogare, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 507.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[δέξομαι]], <i>ao.</i> διεδεξάμην, <i>etc.</i><br />recevoir par succession, <i>d’où</i><br /><b>1</b> recevoir d’un autre : πλοῦτον [[παρά]] τινος LUC hériter de la fortune de qqn ; διαδέχεσθαι λόγον PLAT <i>ou abs.</i> διαδέχεσθαι HDT prendre la parole après qqn ; διαδέχεσθαι τὴν βασιλείαν POL succéder à qqn dans l’exercice de la royauté ; διαδέχεσθαι τινι, τινα succéder à qqn;<br /><b>2</b> se succéder les uns aux autres : διαδέχεσθαι τοῖς ἵπποις XÉN se relayer avec des chevaux frais ; [[οἱ]] διαδεχόμενοι στρατηγοί LYS les généraux qui se succèdent dans le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέχομαι]].
}}
}}