Anonymous

οἰνοχόη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοχόη''': ἡ, ἀγγεῖόν τι μικρὸν δι’ οὗ ἤντλουν τὸν μεμιγμένον [[οἶνον]] ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἐνέχεον εἰς τὰ ποτήρια, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742˙ φιάλας τε καὶ οἰν. Θουκ. 6. 46˙ οἰν. χρύσεαι Εὐρ. Τρῳ. 820˙ ἀργυραῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 30., 151. 22˙ οἰν. θεῶν σωτήρων 2852. 45. ΙΙ. [[εἶδος]] τραπέζης, ἐφ’ ἧς ἐτοποθέτουν κατὰ σειρὰν τὰ ποτήρια, Α. Β. 55. ΙΙΙ. θηλυκ. τοῦ [[οἰνοχόος]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8).
|lstext='''οἰνοχόη''': ἡ, ἀγγεῖόν τι μικρὸν δι’ οὗ ἤντλουν τὸν μεμιγμένον [[οἶνον]] ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἐνέχεον εἰς τὰ ποτήρια, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 742˙ φιάλας τε καὶ οἰν. Θουκ. 6. 46˙ οἰν. χρύσεαι Εὐρ. Τρῳ. 820˙ ἀργυραῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 30., 151. 22˙ οἰν. θεῶν σωτήρων 2852. 45. ΙΙ. [[εἶδος]] τραπέζης, ἐφ’ ἧς ἐτοποθέτουν κατὰ σειρὰν τὰ ποτήρια, Α. Β. 55. ΙΙΙ. θηλυκ. τοῦ [[οἰνοχόος]], Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />œnochoé, vase pour verser le vin dans les coupes, cruche.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχόος]].
}}
}}