Anonymous

ἰσοσκελής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοσκελής''': -ές, ἔχων ἴσα σκέλη, τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α· οὕτω, τὸ ἰσοσκελὲς Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 7. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν δυναμένων νὰ διαιρεθῶσιν εἰς δύο ἴσα μέρη, ἄρτιος ([[οἷον]] 6 = 3+3), ἀντίθετον τῷ [[σκαληνός]], περιττὸς (ὡς 7 = 4+3) Πλάτ. Εὐθύφρων 12D.
|lstext='''ἰσοσκελής''': -ές, ἔχων ἴσα σκέλη, τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α· οὕτω, τὸ ἰσοσκελὲς Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 7. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν δυναμένων νὰ διαιρεθῶσιν εἰς δύο ἴσα μέρη, ἄρτιος ([[οἷον]] 6 = 3+3), ἀντίθετον τῷ [[σκαληνός]], περιττὸς (ὡς 7 = 4+3) Πλάτ. Εὐθύφρων 12D.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui a les jambes égales :<br /><b>1</b> qui a les côtés égaux : [[τρίγωνον]] ἰσοσκελές triangle isocèle;<br /><b>2</b> dont les membres sont égaux (période);<br /><b>II.</b> <i>en parl. de nombres</i> qui peut être divisé en deux parties égales, pair (<i>p. opp. à</i> [[σκαληνός]]).<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[σκέλος]].
}}
}}