Anonymous

δουλοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλοπρέπεια''': ἡ, δουλικὸν [[ἦθος]] ἢ [[φρόνημα]]· ἀντίθ. [[μεγαλοψυχία]], Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.
|lstext='''δουλοπρέπεια''': ἡ, δουλικὸν [[ἦθος]] ἢ [[φρόνημα]]· ἀντίθ. [[μεγαλοψυχία]], Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />servilité.<br />'''Étymologie:''' [[δουλοπρεπής]].
}}
}}