3,274,313
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσφρων''': -ον, γεν. -ονος, [[δύσθυμος]], [[λίαν]] τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], τὸ δ. [[στύγος]] (ἴδε [[στύγος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552. | |lstext='''δύσφρων''': -ον, γεν. -ονος, [[δύσθυμος]], [[λίαν]] τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], τὸ δ. [[στύγος]] (ἴδε [[στύγος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> triste, affligé;<br /><b>2</b> malfaisant, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φρήν]]. | |||
}} | }} |