Anonymous

ἐκπεράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπεράω''': μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω· - [[διέρχομαι]], περνῶ, [[λαῖτμα]] μέγ’ ἐκπερόωσιν Ὀδ. Η. 35· ἥτ’ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμο Ι. 323· χθόνα Αἰσχ. Πρ. 713· αὐλῶνα [[αὐτόθι]] 731· χέρσον καὶ θάλασσαν ὁ αὐτ. Εὐμ. 240· ἐκπ. βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον, Εὐρ. Ι. Α. 19, πρβλ. [[ἐκπεραίνω]]· [[κῦμα]] συμφορᾶς ὁ αὐτ. Ἱππ. 824. 2) ἀπολ. ἐπὶ βέλους, διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, διατρυπῶ, ὀϊστὸς ἀντικρὺ... ὑπ’ [[ὀστέον]] ἐξεπέρησεν Ἰλ. Ν. 652, πρβλ. Π. 346, κτλ.· [[πρόειμι]], [[προβαίνω]], Ξεν. Κυν. 6, 18· Ἀθήνας ἐκπερᾶν, εἰς Ἀθήνας, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2. 3) [[μετὰ]] γεν., [[ἀπέρχομαι]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος, μελάθρων Εὐρ. Κύκλ. 512· ἔξω δόμων ὁ αὐτ. Ι. Α. 1533. ΙΙ. [[φέρω]] ἔξω ἢ [[μακράν]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31).
|lstext='''ἐκπεράω''': μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω· - [[διέρχομαι]], περνῶ, [[λαῖτμα]] μέγ’ ἐκπερόωσιν Ὀδ. Η. 35· ἥτ’ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμο Ι. 323· χθόνα Αἰσχ. Πρ. 713· αὐλῶνα [[αὐτόθι]] 731· χέρσον καὶ θάλασσαν ὁ αὐτ. Εὐμ. 240· ἐκπ. βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον, Εὐρ. Ι. Α. 19, πρβλ. [[ἐκπεραίνω]]· [[κῦμα]] συμφορᾶς ὁ αὐτ. Ἱππ. 824. 2) ἀπολ. ἐπὶ βέλους, διαπερῶ, [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, διατρυπῶ, ὀϊστὸς ἀντικρὺ... ὑπ’ [[ὀστέον]] ἐξεπέρησεν Ἰλ. Ν. 652, πρβλ. Π. 346, κτλ.· [[πρόειμι]], [[προβαίνω]], Ξεν. Κυν. 6, 18· Ἀθήνας ἐκπερᾶν, εἰς Ἀθήνας, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2. 3) [[μετὰ]] γεν., [[ἀπέρχομαι]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος, μελάθρων Εὐρ. Κύκλ. 512· ἔξω δόμων ὁ αὐτ. Ι. Α. 1533. ΙΙ. [[φέρω]] ἔξω ἢ [[μακράν]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> dépasser, franchir, acc. ; <i>fig.</i> ἐκπ. βίον EUR traverser la vie ; ἐκπ. [[κῦμα]] συμφορᾶς EUR franchir les flots d’une mer d’infortune;<br /><b>2</b> pénétrer jusqu’à;<br /><b>3</b> sortir de, <i>avec</i> [[ἔξω]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[περάω]].
}}
}}