Anonymous

ἐμμέλεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμέλεια''': ἡ, (ἐμμελὴς) [[πλήρης]] [[ἁρμονία]] ἐν τῇ μουσικῇ ἢ ἡ ἁρμόζουσα τροποποίησις τῆς φωνῆς κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50: - [[καθόλου]], [[ἁρμονία]], [[χάρις]], Λατ. concinnitas, Πλούτ. 2. 747Β· ἁρμοδιότης, [[καταλληλότης]], ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 14. ΙΙ. [[μεγαλοπρεπής]], τραγικὴ [[ὄρχησις]], κατ’ ἀντίθεσιν [[πρός]] τε τὴν πολεμικὴν ὄρχησιν, τὴν πυρρίχην, Πλάτ. Νόμ. 816Β, καὶ πρὸς τὴν σατυρικήν, τὴν σίκιννιν καὶ τὴν ἀκόλαστον κωμικὴν ὄρχησιν, τὸν κόρδακα, Ἀθήν. 20Ε, 631C. Λουκ. π. Ὀρχ. 26· τὸ [[μέλος]] ταύτης τῆς ὀρχήσεως, Ἡρόδ. 6. 129, [[ἔνθα]] Schweigh., πρβλ. Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 897· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Σφηξὶ 1503 σκωπτικῶς ὁμιλεῖ περὶ ἐμμελείας κονδύλου, ὡς εἰ ἔλεγεν [[ἐμμέλεια]] ᾠδῆς.
|lstext='''ἐμμέλεια''': ἡ, (ἐμμελὴς) [[πλήρης]] [[ἁρμονία]] ἐν τῇ μουσικῇ ἢ ἡ ἁρμόζουσα τροποποίησις τῆς φωνῆς κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50: - [[καθόλου]], [[ἁρμονία]], [[χάρις]], Λατ. concinnitas, Πλούτ. 2. 747Β· ἁρμοδιότης, [[καταλληλότης]], ὁ αὐτ. Ἀρτοξ. 14. ΙΙ. [[μεγαλοπρεπής]], τραγικὴ [[ὄρχησις]], κατ’ ἀντίθεσιν [[πρός]] τε τὴν πολεμικὴν ὄρχησιν, τὴν πυρρίχην, Πλάτ. Νόμ. 816Β, καὶ πρὸς τὴν σατυρικήν, τὴν σίκιννιν καὶ τὴν ἀκόλαστον κωμικὴν ὄρχησιν, τὸν κόρδακα, Ἀθήν. 20Ε, 631C. Λουκ. π. Ὀρχ. 26· τὸ [[μέλος]] ταύτης τῆς ὀρχήσεως, Ἡρόδ. 6. 129, [[ἔνθα]] Schweigh., πρβλ. Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 897· - ὁ Ἀριστοφ. ἐν Σφηξὶ 1503 σκωπτικῶς ὁμιλεῖ περὶ ἐμμελείας κονδύλου, ὡς εἰ ἔλεγεν [[ἐμμέλεια]] ᾠδῆς.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> justesse du son <i>ou</i> de la voix dans un chant ; <i>fig.</i> juste proportion, harmonie, grâce;<br /><b>2</b> sorte de danse grave et mesurée <i>ou</i> danse tragique ; air de cette danse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμμελής]].
}}
}}