Anonymous

ζηλωτέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., [[ἄξιος]] ζήλου, Διογ. Λ. 5. 74. ΙΙ. ζηλωτέον, χρὴ ζηλοῦν, Πολύβ. 4. 27, 8˙ νέοις ζ. τοὺς γέροντας Πλούτ. παρὰ Στοβ. 586. 1.
|lstext='''ζηλωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., [[ἄξιος]] ζήλου, Διογ. Λ. 5. 74. ΙΙ. ζηλωτέον, χρὴ ζηλοῦν, Πολύβ. 4. 27, 8˙ νέοις ζ. τοὺς γέροντας Πλούτ. παρὰ Στοβ. 586. 1.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ζηλόω]].
}}
}}